Η Θεσσαλονίκη είναι η
μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό πόλη της Μακεδονίας και δεύτερη μεγαλύτερη
στην Ελλάδα. Αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού Θεσσαλονίκης, την έδρα του Δήμου
Θεσσαλονίκης και της μητροπολιτικής περιοχής της Θεσσαλονίκης, του πολεοδομικού
συγκροτήματος Θεσσαλονίκης καθώς και την έδρα της Περιφέρειας Κεντρικής
Μακεδονίας και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας - Θράκης. Πολιούχος της
πόλης είναι ο μεγαλομάρτυρας Άγιος Δημήτριος, γνωστός ως Μυροβλύτης.
Ιδρύθηκε το 315 π.Χ. από
τον Μακεδόνα στρατηγό Κάσσανδρο, που προερχόταν από τη Δυναστεία των
Αντιπατριδών και ήταν ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια από
τις πρωταγωνιστικές φυσιογνωμίες στους πολέμους των Διαδόχων, ο οποίος της
έδωσε το όνομα της συζύγου του και ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
Θεσσαλονίκης και προήλθε από τη συνένωση 26 πολιχνών που βρίσκονταν γύρω από
τον Θερμαϊκό κόλπο. Ο Κάσσανδρος υπήρξε διοικητής της Μακεδονίας κατά τη
διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλέξανδρου στην Ανατολή. Διαδραμάτισε
σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της περιοχής μετά το θάνατο του Μεγάλου
Αλεξάνδρου και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας το 306 π.Χ.
Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη
κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και αποτέλεσε έδρα της ρωμαϊκής επαρχίας της
Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη εικάζεται πως ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας Θέρμης, η
οποία αποτελούσε τον σημαντικότερο οικισμό της περιοχής. Από τη Θέρμη πήρε το
όνομα του ο Θερμαϊκός Κόλπος. Η ακριβής θέση του οικισμού δεν είναι γνωστή και
δεν πρέπει να γίνεται σύνδεση με την περιοχή που σήμερα έχει την ίδια ονομασία.
Η αρχαία Θέρμη βρισκόταν κοντά στη θάλασσα μιας και αποτελούσε σημαντικό λιμάνι
εκείνης της εποχής και το πιθανότερο είναι να βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται
το σημερινό Καραμπουρνάκι.
Εξαιτίας της σημαντικής
στρατηγικής της θέσης η πόλη αποτελούσε αυτοκρατορική πρωτεύουσα στα χρόνια της
βασιλείας του Γαλέριου, ο οποίος έκτισε στη Θεσσαλονίκη ένα αυτοκρατορικό
παλάτι. Με την ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού (120 π.Χ.), η Θεσσαλονίκη που ήταν
η πολυπληθέστερη πόλη του δικτύου με διεθνή ακτινοβολία, έγινε ο σημαντικότερος
κόμβος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας ήταν μία από τις υποψήφιες πρωτεύουσες της Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, για να επιλεγεί τελικά το Βυζάντιο. Απέκτησε τον τίτλο της
«συμβασιλεύουσας» πόλης κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αποτέλεσε σημαντικό
διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο, ενώ ταυτόχρονα έγινε κόμβος πνευματικής και
πολιτιστικής ανάπτυξης με άνθηση της παιδείας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της
φιλοσοφίας, της αρχιτεκτονικής και των επιστημών, με αποκορύφωμα την περίοδο
του 14ου αιώνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ο βυζαντινός «χρυσός αιώνας της
Θεσσαλονίκης».
Μετά την άλωση της από
τους Οθωμανούς το 1432 παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για περίπου πέντε
αιώνες. Μετά την εκδίωξη των Εβραίων κυρίως από την Ιβηρική Χερσόνησο το 1492
με την έκδοση του διατάγματος της Αλάμπρα, αλλά και από τη Βόρεια Ευρώπη, η
Θεσσαλονίκη αποτέλεσε τον προορισμό τους, αποκτώντας έτσι τη δική της εβραϊκή
κοινότητα. Η εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη ανέδειξε την πόλη ως τη
σημαντική εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20ού αιώνα.
Ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα η πόλη υπήρξε το πλέον κοσμοπολίτικο και
πολυπολιτισμικό αστικοποιημένο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο
σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων που συνάντησε στη
μακρόχρονη ιστορία της.
Μετά την ένταξή της στον
κορμό του Ελληνικού Κράτους το 1912, ο πληθυσμός της πόλης παρουσίασε
σημαντικές μεταβολές, όπως με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση
των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων και ακολούθως - κατά την Ανταλλαγή Πληθυσμών
- με την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού και την εγκατάσταση προσφυγικών
πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Αυτός είναι και ο λόγος
που η Θεσσαλονίκη συχνά αναφέρεται ως "προσφυγομάνα". Οι πληθυσμιακές
μεταβολές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης, με
ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική της
αναδιοργάνωση επιταχύνθηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες
της νέας ελληνικής διοίκησης να προσθέσει αρχαιοελληνικά και ευρωπαϊκά στοιχεία
στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή αρκετών
οθωμανικών λατρευτικών και λειτουργικών κτηρίων.
Από την ίδρυση της από τον
Κάσσανδρο, η Θεσσαλονίκη ως μια ακμάζουσα ελληνιστική πόλη, μέχρι την εποχή της
οθωμανικής κυριαρχίας, αξιοποιεί τη στρατηγική της θέση και αναπτύσσεται σε μια
πολυπολιτισμική πόλη. Από το 1912, με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων και την
ενσωμάτωση της περιοχής στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη
δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ελλάδας. Ο πληθυσμός του πολεοδομικού
συγκροτήματος υπολογίζεται σε 788.191 κατοίκους, κατά την απογραφή του 2021. Ο
πληθυσμός της μητροπολιτικής περιοχής ανέρχεται σε 1.012.013 κατοίκους ενώ
εκείνος της περιφερειακής ενότητας (πρώην νομού) σε 1.110.912 κατοίκους.
Ετυμολογία και μορφές του
ονόματος
Ο Μέγας Αλέξανδρος,
Παραλία Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από
τον Κάσσανδρο και έλαβε το όνομά της προς τιμήν της συζύγου του, Θεσσαλονίκης,
η οποία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κόρη του Φιλίππου Β΄
και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλής πριγκίπισσας Νικησίπολης. Το όνομά
της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων Θεσσαλῶν και Νίκη, σε ανάμνηση της
νίκης των Μακεδόνων και του Κοινού των Θεσσαλών έναντι του τυραννικού
καθεστώτος των Φερών και των συμμάχων τους Φωκέων, στο πλαίσιο του Τρίτου Ιερού
Πολέμου.
Το όνομα απαντάται σε διάφορες μορφές αλλά με ελαφρώς παραλλαγμένη ορθογραφία και φωνητικές διακυμάνσεις. Θεσσαλονίκεια είναι η επιθετική μορφή, που βρίσκουμε στο έργο του Στράβωνα και χρησιμοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ως ονομασία της πόλης, σχηματιζόμενη από το όνομα φυσικού προσώπου, όπως αντίστοιχα γινόταν για τη Σελεύκεια από τον Σέλευκο, την Κασσάνδρεια από τον Κάσσανδρο, την Αλεξάνδρεια από τον Μέγα Αλέξανδρο κ.ά. Η επικρατούσα όμως μορφή του ονόματος είναι η Θεσσαλονίκη. Από την ελληνιστική εποχή υπάρχουν και αναφορές με το όνομα Θετταλονίκη, κυρίως από τον ιστορικό Πολύβιο, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις].
Ο τύπος Σαλονίκη (η),
απαντάται στο Χρονικόν του Μορέως (14ος αι., στ. 1010, 1075, 3603 κλπ.) και
είναι συνηθισμένος σε δημοτικά τραγούδια. Φαίνεται ότι είναι παλαιότερος καθώς
ο Άραβας γεωγράφος Idris το 1150 αναφέρει την πόλη ως Salunik (απ' όπου και το
τουρκικό Selanik). Κατά μια άποψη το Σαλονίκη προήλθε από την πολυχρόνια χρήση
της έκφρασης στη Θεσσαλονίκη > στ'Θ'σαλουνίκ' > στ'Τ'σαλουνίκ' > στ(η)
Σαλουνίκ. Από το Σαλονίκ(η) προήλθε η ονομασία της πόλης και σε άλλες γλώσσες
της περιοχής κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.[11] Οι τουρκόφωνοι και οι Οθωμανοί
αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (οθωμανική γλώσσα: سلاني, τουρκ.: Selânik), όπως
και οι Ιουδαίοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και
μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή λαντίνο, οι Βαλκανικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν
(κυρ.: Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα (βλαχ.: Sãrunã).
Ιστορία
Ίδρυση και εξέλιξη στον
ελληνιστικό κόσμο
Βασίλειο του Κασσάνδρου
Άλλοι επίγονοι
Βασίλειο του Σέλευκου
Βασίλειο του Λυσίμαχου
Βασίλειο του Πτολεμαίου
Ήπειρος
Άλλα κράτη
Καρχηδών
Αρχαία Ρώμη
Ελληνικές αποικίες
Στην περιοχή της σημερινής
πόλης και ειδικότερα στην Τούμπα, τη Διεθνή Έκθεση, το Μικρό Έμβολο, την
Πολίχνη, τη Νέα Ευκαρπία, τη Σταυρούπολη και την Πυλαία υπήρχαν προϊστορικοί
και μεταγενέστεροι οικισμοί και πολίσματα. Έως τον 6ο αιώνα π.Χ. η περιοχή
κατοικούνταν από φύλα όπως οι Φρύγες, οι Παίονες, οι Μύγδονες κ.ά. Σύμφωνα με
τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, στην εποχή του υπερίσχυαν οι Θράκες και οι Έλληνες. Το
διάστημα 510 π.Χ.-480 π.Χ. η περιοχή είχε υποταγεί στους Πέρσες. Οι Μακεδόνες
πρέπει να μετακινήθηκαν στην περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου τον 6ο αιώνα π.Χ.
Σημαντικό πόλισμα ήταν η
Θέρμη, η οποία τοποθετείται από τους περισσότερους αρχαιολόγους στο Μικρό
Έμβολο. Διέθετε το πιο μεγάλο και πιο ασφαλές λιμάνι στην περιοχή, αλλιώς δε θα
το επέλεγε ο Ξέρξης Α΄ της Περσίας για να αγκυροβολήσει εκεί και να ξεκουράσει
το στόλο του. Η Θέρμη καταλήφθηκε το 431 π.Χ. από τους Αθηναίους, οι οποίοι δύο
χρόνια αργότερα την παρέδωσαν στον βασιλιά των Μακεδόνων Περδίκκα Β΄. Στο
δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., πάλι οι Αθηναίοι μεσολάβησαν προκειμένου να
περιέλθει η Θέρμη στην κυριαρχία των νόμιμων διαδόχων του θρόνου της Μακεδονίας
και όχι στον σφετεριστή Παυσανία.
Σχετικά με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης υφίστανται δύο κύριες μαρτυρίες. Η πρώτη ανήκει στον αρχαίο ιστορικό Στράβωνα και είναι η επικρατέστερη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών με αποκλίσεις ως προς το έτος ίδρυσης.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα,
το 316 π.Χ. ή 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος, στρατηγός της Μακεδονίας και επιμελητής
του Αλέξανδρου Δ΄, ανήλικου γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη.
Ήταν μάλιστα η Θεσσαλονίκη η μία από τις δύο πόλεις που ίδρυσε ο Κάσσανδρος στη
διάρκεια της διακυβέρνησής του. Η άλλη ήταν οι Πλαταιές Βοιωτίας.
Η δεύτερη μαρτυρία είναι
του Στεφάνου του Βυζαντίου, ο οποίος θεωρεί ως ιδρυτή της πόλης τον Φίλιππο Β΄.
Η επικρατούσα άποψη της ίδρυσης της Θεσσαλονίκης από τον σφετεριστή του θρόνου του βασιλείου της Μακεδονίας Κάσσανδρο, σχετίζει την επιλογή του με την αντίληψη για τη στρατηγική θέση αυτής της ενδότατης κοιλότητας της μακεδονικής ακτογραμμής, η οποία εύκολα θα μπορούσε να συνδέσει την ενδοχώρα με τη θάλασσα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακμάζουσα εμπορική κίνηση, ενώ συνάμα παρείχε και ασφάλεια από επιδρομές.
Επιπλέον, ο Κάσσανδρος
υπολόγιζε τον οπλισμό της Θεσσαλονίκης ως μια δεύτερη πράξη που θα
νομιμοποιούσε τις διεκδικήσεις του επί του μακεδονικού θρόνου έπειτα και από το
γάμο του με γόνο της βασιλικής δυναστείας. Στην ελληνιστική Θεσσαλονίκη από όσο
γνωρίζουμε υπήρχαν οι φυλές: Αντιγονίς, Διονυσιάς και Ασκληπιάς και οι δήμοι
Βουκεφάλεια και Κεκροπίς.
Με βασικό άξονα την αρχαία
πόλη της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ανάγκασε σε μετοίκηση τους πληθυσμούς 26 τοπικών
παράκτιων πολισμάτων και χωριών της ευρύτερης περιοχής και της δυτικής
Χαλκιδικής δημιουργώντας τη νέα πολιτεία, που ονοματοθέτησε προς τιμή της
συζύγου του, Θεσσαλονίκης. Λόγω της θέσης της, που συνέδεε τη Μακεδονία με το
Αιγαίο Πέλαγος, η Θεσσαλονίκη σε πολύ σύντομο διάστημα έγινε η σημαντικότερη
πόλη σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Η εμπορική σημασία της πόλης προσέλκυσε από
νωρίς (3ος αιώνας π.Χ.) διάφορους εποίκους (Αιγύπτιους, Σύρους, Ιουδαίους)
αυξάνοντας τον πληθυσμό και το τοπογραφικό της μέγεθος, ενώ διατηρούσε
εμπορικές επαφές με όλα τα λιμάνια της Ανατολής. Από τα ιστορικά δεδομένα
φαίνεται πως η πόλη διέθετε μόνιμη φρουρά Γαλατών μισθοφόρων.
Πολύ λίγα είναι γνωστά για
την ελληνιστική ιστορία της πόλης. Στα πρώτα χρόνια ζωής της Θεσσαλονίκης
άρχισε και ο ανταγωνισμός με την επίσης μακεδονική αποικία της Δημητριάδος στον
Παγασητικό κόλπο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξεπέρασε σε δόξα και αίγλη την
πρωτεύουσα Πέλλα, μιας και ήταν η βάση του μακεδονικού στόλου. Οι αρχαίοι
Μακεδόνες πίστευαν πως την πόλη προστάτευαν οι θεοί του Ολύμπου. Στη σύγχρονη
πλατεία Διοικητηρίου έχει αποκαλυφθεί τμήμα λαμπρού οικοδομήματος, το οποίο
ίσως να ήταν βασιλική κατοικία των Μακεδόνων βασιλέων.
Το 287 π.Χ. όταν οι
βασιλείς Πύρρος της Ηπείρου και Λυσίμαχος νίκησαν το βασιλιά της Μακεδονίας
Δημήτριο τον Πολιορκητή, φαίνεται πως η Θεσσαλονίκη έπεσε προσωρινά στην κατοχή
του πρώτου και αργότερα του δευτέρου. Κατά πάσα πιθανότητα η Θεσσαλονίκη περιτειχίστηκε
ταυτόχρονα με την ίδρυσή της. Πάντως τα τείχη έσωσαν την πόλη το 279 π.Χ., όταν
οι Κέλτες επιχείρησαν να την κατακτήσουν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στους
Δελφούς και την Αιτωλία. Μετά από μια σειρά αναταραχών η μακεδονική πόλη
περιήλθε στους Αντιγονίδες (277 π.Χ.). Το 273 π.Χ. στην πόλη κατέφυγε ο
ηττημένος από τον Πύρρο Αντίγονος Γονατάς σε μία προσπάθεια ανασύνταξης του
στρατού, για να κτυπήσει τον εισβολέα Πύρρο. Εκεί μάλιστα ναυπήγησε στο λιμάνι
της ισχυρό στόλο, κατανικώντας τον πτολεμαϊκό. Αυτό ωφέλησε τη νύμφη του
Θερμαϊκού. Από τα χρόνια της βασιλείας του Αντιγόνου Β' άρχισε η περίοδος
πυκνής κατοίκησης της Θεσσαλονίκης. Σε ένα διάταγμα της Ιστιαίας (270 π.Χ.-200
π.Χ.) αναφέρονται στη λίστα των προξένων της δύο Θεσσαλονικείς, ενώ σε ένα άλλο
του 224 π.Χ./223 π.Χ. αναφέρεται ένας επώνυμος ιερέας της Θεσσαλονίκης[18].
Παράλληλα ανάμεσα στα έτη 239 π.Χ. με 221 π.Χ. αναφέρονται οι επισκέψεις των
δύο Αντιγονιδών βασιλέων στην πόλη, του Δημητρίου Β΄ και του Αντιγόνου Γ΄.
Το 197 π.Χ. κατέφυγε στη
Θεσσαλονίκη ο Φίλιππος Ε΄ μετά την ήττα του στη μάχη των Κυνός Κεφαλών από τους
Ρωμαίους. Το 187 π.Χ. η πόλη έκοψε τα πρώτα νομίσματά της με την επιγραφή
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και εικονίζονταν ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Πήγασος, η αίγα και ο
τράγος. Επίσης στις 15 Δαισίου του αυτού έτους ο Φίλιππος Ε΄ εξέδωσε βασιλικό
διάταγμα σε μαρμάρινη στήλη, που απευθυνόταν στον έμπιστο αντιπρόσωπό του
Ανδρόνικο, για τη διαχείριση του Σεραπείου. Το 185 π.Χ. ο Αντιγονίδης βασιλιάς
συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη τη ρωμαϊκή πρεσβεία μέσω της Κοιλάδας των Τεμπών.
Εκεί έγινε σύσκεψη μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων για την τύχη των υπό μακεδονική
κυριαρχία Θρακών. Μετά το πέρας της θρακικής εκστρατείας (184 π.Χ.-183 π.Χ.)
αποκαλύφθηκε συνωμοσία εις βάρος του Φιλίππου από τον φιλορωμαίο γιο του,
Δημήτριο, για την ανατροπή του.
Για να ανατρέψει τις φιλορωμαϊκές εστίες της Μακεδονίας που εστιάζονταν στις παραλιακές πόλεις, ο Φίλιππος μετέφερε αποίκους από το εσωτερικό της χώρας προς τα παράλια και αντίστροφα. Αυτά τα σκληρά μέτρα δυσαρέστησαν τη Θεσσαλονίκη, αν και με το μέτρο αυτό προήχθη η οικονομία και η στρατιωτική της φύλαξη. Εν τέλει κατέστρωσε στη Θεσσαλονίκη το σχέδιο εξοντώσεώς του. Αυτό έγινε, αφού διαχείμασε στην πόλη τον χειμώνα του 181 π.Χ./180 π.Χ. Κατά την άνοιξη του 179 π.Χ. ο Φίλιππος πραγματοποίησε περιοδεία από τη Δημητριάδα στη Θεσσαλονίκη, επιδεικνύοντας στους άρχοντες το διάδοχο που προόριζε: τον Αντίγονο, ανιψιό του Αντιγόνου Δώσωνος.
Αξίζει να αναφερθεί κατά
την περίοδο αυτή και ένα τέκνο της ελληνιστικής Θεσσαλονίκης, ο Ίων. Αυτός
διετέλεσε αρχηγός μαζί με τον Αρτέμωνα από τη Δολοπία, ενός σώματος 400
ακοντιστών και ισάριθμων σφενδονητών κατά τη μάχη του Καλλίνικου (Μάιος του 171
π.Χ.), που έληξε με νίκη των Μακεδόνων. Επίσης, ήταν και ο προστάτης των γιων
του Περσέα, τους οποίους αργότερα, μετά τη μάχη της Πύδνας, παρέδωσε στους
Ρωμαίους. Κατά τη διάρκεια των Ρωμαιο-Μακεδονικών πολέμων, τον Ιούνιο του 169
π.Χ., η πόλη μαζί με την Αίνεια, την Κασσάνδρεια και την Αντιγόνεια, απέκρουσαν
ηρωικά τις επιθέσεις του ρωμαϊκού στόλου του Γάιου Μάρκου Φίγλου, στον οποίο
συνέδραμαν ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου και ο Προυσίας Β΄ της Βιθυνίας. Στη
συνέχεια 500 Γαλάτες της Θεσσαλονίκης, ενίσχυσαν την άμυνα της Κασσάνδρειας,
που απέκρουσε εκ νέου μια από θαλάσσης επίθεση των Ρωμαίων. Σε διοικητικό
επίπεδο η πόλη απολάμβανε ελεγχόμενη αυτονομία, την οποία διαχειριζόταν η
Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή, τελώντας συνάμα υπό την επικυριαρχία του
βασιλιά, ο οποίος ασκούσε την πολιτική εξουσία του μέσω κρατικών υπαλλήλων –
εντολοδόχων, των Βασιλικών, ενώ διόριζε και το στρατιωτικό διοικητή, τον
Επιστάτη, ο οποίος είχε ως υπόβαθμους τον Υπεπιστάτη και τους Αρμοστές
Ρωμαϊκή κυριαρχία
Η Ροτόντα της
Θεσσαλονίκης: αρχικά μαυσωλείο του Γαλερίου, μετατράπηκε κατά τους βυζαντινούς
χρόνους σε χριστιανικό Ναό των Ασωμάτων και μετά το 1912 αφιερώθηκε στον Άγιο
Γεώργιο.
Ρωμαϊκή Αγορά της
Θεσσαλονίκης.
Η κατάλυση του βασιλείου
των Αντιγονιδών από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του ύπατου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου
το 168 π.Χ. έφερε τη Θεσσαλονίκη στα όρια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Res
publica). Δύο ημέρες μετά την ήττα του Περσέα στη Μάχη της Πύδνας, η
Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στους Ρωμαίους (24 Ιουνίου 168 π.Χ.). Ο Περσέας κατέφυγε
προσωρινά στην πόλη, όπου διέταξε τον φρούραρχό της, Ευμένη, να συγκεντρώσει
στο λιμάνι τον μακεδονικό στόλο και να τον πυρπολήσει.
Έως το 148 π.Χ., η Θεσσαλονίκη ήταν πρωτεύουσα μίας από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες, στις οποίες είχαν χωρίσει οι Ρωμαίοι το ελληνιστικό βασίλειο, με έκταση από τον Στρυμόνα ως τον Αξιό (Macedonia Secunda). Έπειτα όμως από την καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου, τον οποίο φαίνεται να μην υποστήριξαν οι Θεσσαλονικείς, πραγματοποιήθηκε διοικητική αναδιάρθρωση και η Μακεδονία, με όρια εκτενέστερα του βασιλείου των Αντιγονιδών, ανακηρύχθηκε ρωμαϊκή επαρχία (Provincia Macedonia), διοικούμενη από ανθύπατο με πρωτεύουσα και έδρα του πραίτορα τη Θεσσαλονίκη.
Η κατασκευή της Εγνατίας
οδού από τους Ρωμαίους μεταξύ 146 π.Χ.–120 π.Χ., του βασικού στρατιωτικού και
εμπορικού διαύλου της ανατολικής διοίκησης, η οποία ένωνε την Αδριατική Θάλασσα
με τον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, προώθησε την αξιολογική σημασία της πόλης
και εμπέδωσε την πρωταγωνιστική της παρέμφαση μέσα στο μεγεθούμενο κράτος.
Έτσι μέχρι το δεύτερο μισό
του 2ου π.Χ. αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε αναδειχτεί σε κυρίαρχο σταυροδρόμι και
βάση της εμπορικής και στρατιωτικής δραστηριότητας. Μάλιστα τα επόμενα χρόνια η
σταδιακή επέκταση του ρωμαϊκού κράτους προς ανατολή και προς βορρά είχε ως
συνέπεια την απομάκρυνση του κινδύνου των βαρβαρικών επιδρομών. Οι κίνδυνοι
επανεμφανίστηκαν τόσο στα ανατολικά όσο και στα βόρεια σύνορα πολύ αργότερα,
όταν οι Γότθοι πολιόρκησαν την πόλη το 254 και το 268 μ.Χ.
Στην εμφύλια διαμάχη των δημοκρατικών και των αυτοκρατορικών, που ακολούθησε τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (44 μ.Χ.), οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν στο πλευρό των δεύτερων. Η ολοκληρωτική νίκη των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβιανού έναντι των Βρούτου και Κάσσιου το 42 μ.Χ. στους Φιλίππους[26] οδήγησε στην απόδοση περισσοτέρων προνομίων στην πόλη και την ουσιαστική αυτοδιοίκηση με την ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη» - Civitas Libera
Η Χρυσή Πύλη της
Θεσσαλονίκης.
Οι τοπικοί άρχοντες της
πόλης ήταν οι πολιτάρχες. Στην εσωτερική πλευρά της Χρυσής Πύλης (στη σημερινή
Πλατεία Δημοκρατίας) υπήρχε επιγραφή με τα ονόματα των 6 πολιταρχών της
Θεσσαλονίκης.[30] Η επιγραφή επιβεβαιώνει και την περιγραφή του ταξιδιού του Αποστόλου
Παύλου στη Θεσσαλονίκη στις Πράξεις των Αποστόλων[31] της Καινής Διαθήκης περί
το 50 μ.Χ. όπου αναφέρονται οι πολιτάρχες, σπάνιος όρος που δεν συναντάται στην
αρχαιότητα εκτός των μακεδονικών πόλεων της ρωμαϊκής περιόδου.[32] Η
συγκεκριμένη επιγραφή είναι η παλαιότερη αναφορά του συγκεκριμένου θεσμού
επιβεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξή του. Έκτοτε ανακαλύφθηκαν και άλλες επιγραφές
με τέτοια αναφορά στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ωστόσο η
συγκεκριμένη ήταν η πρώτη που ανακαλύφθηκε και έγινε η πιο γνωστή. Η επιγραφή
της Χρυσής Πύλης αποσπάστηκε αρχικά από τον περιηγητή Πήτερ Κρόσμπι (Peter
Crosby) και παραδόθηκε στον Βρετανό πρόξενο Τζον Ε. Μπλαντ (John E. Blunt) το
1874 μετά την κατεδάφιση της πύλης και μετά από φθορές και μετακινήσεις κατέληξε
στο Βρετανικό Μουσείο όπου βρίσκεται έως σήμερα.
Επί Ρωμαιοκρατίας
λατρεύονταν πολλές θεότητες στην πόλη. Εκτός από το Δωδεκάθεο, τιμές και
λατρεία αποδιδόταν στον Διόνυσο, στους Καβείρους και στις αιγυπτιακές θεότητες
Σέραπις, Ίσιδα και Αρποκράτη.
Κατά τον τελευταίο
προχριστιανικό αιώνα, όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι μετοικούσαν στη
Θεσσαλονίκη, δημιουργώντας μια μεγάλη ιουδαϊκή παροικία, τοποθετημένη κοντά στο
λιμάνι. Στη συναγωγή αυτής της κοινότητας κήρυξε τη χριστιανική πίστη ο
Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ. Οι δύο επιστολές του προς τη μερίδα των
εκχριστιανισθέντων μελών της, αλλά και πρώην εθνικών κατοίκων της πόλης,
αποτελούν τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης.[34][35] Ωστόσο δεν υπάρχει
ιστορική απόδειξη, ότι ο Απόστολος Παύλος κήρυξε σε ιουδαϊκή συναγωγή και η
μοναδική αναφορά στις επιστολές του έχουν να κάνουν περισσότερο με την έννοια
της "συναγωγής" ως συνάθροιση.
Η χριστιανική κοινότητα
της Θεσσαλονίκης ευδοκίμησε και έγινε υπόδειγμα για όλες τις άλλες ελλαδικές
κοινότητες, όπως φαίνεται και από την Α’ επιστολή του Αποστόλου Παύλου, όπου
εγκωμιάζει την τοπική εκκλησία.
Η Θεσσαλονίκη, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία, ακολούθησε τη μακρά περίοδο ευημερίας που διασφάλιζε η Pax Romana, η περιώνυμη ρωμαϊκή ειρήνη που επικρατούσε στην αυτοκρατορία μέχρι και το τέλος περίπου της δυναστείας των Αντωνίνων.Το μέγεθος της αξίας της διαφαίνεται από τους τιμητικούς τίτλους που της αποδόθηκαν από σειρά αυτοκρατόρων. Κατά την αυτοκρατορική κυρίως περίοδο είχε χορηγηθεί σε πολλούς Θεσσαλονικείς το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη (civitas Romana).
Το καθεστώς της
ανεξιθρησκίας έληξε όταν εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο καίσαρας Γαλέριος.
Τότε ξεκίνησε σκληρός διωγμός των χριστιανών. Μεταξύ άλλων, στην πόλη μαρτύρησε
το 305 ο Άγιος Δημήτριος. Όμως, πέρα από τους θρησκευτικούς διωγμούς, η
Θεσσαλονίκη επωφελήθηκε πολύ όταν ανακηρύχθηκε έδρα του Γαλερίου, καθώς
κοσμήθηκε με πολλά δημόσια κτίρια και αναβαθμίστηκε πολιτικά. Η ακμή της
συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄
κατασκεύασε λιμάνι μπροστά από τα τείχη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε έως την εποχή
της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στο στάδιο της παρακμής
του παραδοσιακού ρωμαϊκού εθνικού-παγανιστικού κράτους και της μετατόπισης του
κέντρου βάρους του στην ανατολή προκειμένου σε λιγότερο από έναν αιώνα να
μετασχηματιστεί στη νέα κρατική οντότητα, που αργότερα αποκλήθηκε βυζαντινή,
και πάλι η Θεσσαλονίκη διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Αρχικά ως πρωτεύουσα του
Γαλερίου και έπειτα ως υποψήφια νέα πρωτεύουσα του κράτους αποτύπωσε τη
δυναμική, που θα εμφάνιζε στη διάρκεια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της
Ανατολής.
Η Βυζαντινή Συμβασιλεύουσα
πόλις
Ο Ιερός Ναός του Αγίου
Δημητρίου, πολιούχου της Θεσσαλονίκης.
Η πόλη συνδέθηκε εξ αρχής
με την ιστορική προσωπικότητα, που θα μετάλλασσε την παγανιστική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία στο μακροβιότερο χριστιανικό βασίλειο, τον θεμελιωτή του
Βυζαντινού κράτους, Κωνσταντίνο. Το 324 ο Κωνσταντίνος, στο πλαίσιο της
διαμάχης του με το Λικίνιο, χρησιμοποίησε τη Θεσσαλονίκη ως στρατιωτικό
ορμητήριο κατασκευάζοντας νέο λιμάνι, τον περιώνυμο «σκαπτό λιμένα»,
προκειμένου να συγκεντρώσει σ' αυτό στόλο από 200 «τριακόντορες» γαλέρες και
2000 εμπορικά πλοία, τα οποία θα μετέφεραν το στρατό του, δύναμης 120.000
ανδρών.
Μετά την οριστική επικράτηση του Κωνσταντίνου έναντι του Λικίνιου στη μάχη της Χρυσούπολης, ο δεύτερος με παρέμβαση της αδερφής του και συζύγου του Μέγα Κωνσταντίνου εστάλη εξόριστος στο φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Εκεί κατά τον ιστορικό Ζώσιμο δολοφονήθηκε με εντολή του Κωνσταντίνου.
Η μεταφορά της πρωτεύουσας
της αυτοκρατορίας ανατολικά, στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, την
από εδώ και στο εξής Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη, θα συντελέσει στην περαιτέρω
ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, η αντίληψη της γεωστρατηγικής της
σημασίας και τα έργα που κατασκευάζονται στην πόλη, με πρόνοια των αυτοκρατόρων
Ιουλιανού και Μεγάλου Θεοδόσιου, την καθιστούν «ὀφθαλμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ κατ'ἐξοχὴν
τῆς Ἑλλάδος». Γίνεται «Συμβασιλεύουσα», ονομάζεται «Μεγαλούπολις» και κατέχει
τη θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της αυτοκρατορίας
(Θεσσαλονίκην μετὰ τὴν μεγάλην παρὰ Ρωμαίων πρώτην πόλιν).
Ο Μέγας Θεοδόσιος, ως
αύγουστος της Ανατολής αρχικά, χρησιμοποίησε ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Αφού
απέκρουσε τους Γότθους το 378 ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, με προτροπή του
επισκόπου Θεσσαλονίκης Ασχολίου,[47] και προχώρησε στη συστηματική οχύρωση της
πόλης, εργασία που ανέθεσε στον Πέρση Ορμίσδα. Από τη Θεσσαλονίκη εξέδωσε και
το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο όριζε τον χριστιανισμό ως επίσημη
θρησκεία του κράτους. Αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Θεοδόσιος δεν
ήταν δημοφιλής στους Θεσσαλονικείς, εξαιτίας της σταδιακής διείσδυσης των
Γότθων στο βυζαντινό στρατό και ιδιαίτερα στην αυτοκρατορική φρουρά. Έτσι, όταν
το 390 ο διοικητής της γοτθικής φρουράς Βουτέριχος συνέλαβε κάποιον δημοφιλή
αρματοδρόμο, προκλήθηκαν ταραχές, κατά τη διάρκεια των οποίων έχασε τη ζωή του.
Ως αντίποινα, ο Θεοδόσιος διέταξε την παγίδευση και τη σφαγή 7.000
Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο. Έκτοτε, ο Ιππόδρομος δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε.
Τον Θεοδόσιο μιμήθηκαν και άλλοι αυτοκράτορες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να πολεμήσουν τους εισβολείς ή τους βαρβάρους επιδρομείς. Οι δοκιμασίες της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των γοτθικών φύλων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα, οπότε η πόλη κατάφερε να εξασφαλίσει μικρό διάστημα ειρήνης και ευημερίας. Στην ευπραγία της βοήθησε και ο μακεδονικής καταγωγής αυτοκράτορας Ιουστινιανός, δίδοντας ιδιαίτερο βάρος στα προβλήματά της και ανάγοντας τη Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα του Ιλλυρικού πραιτορίου (δηλαδή της Βαλκανικής).
Έως την εποχή της
Εικονομαχίας, στην πόλη ανεγέρθηκαν εντυπωσιακά δημόσια κτίρια και πολλοί ναοί.
Όμως, πιο χρήσιμα αποδείχθηκαν τα τείχη της, στα οποία συντρίβονταν οι εχθρικές
επιδρομές και οι απόπειρες πολιορκίας. Στο διάστημα 527-688, η πόλη απέκρουσε
δεκάδες επιδρομές Σλάβων, Αβάρων, Περσών, Δραγουβιτών, Σαγουδιτών και Βερζιτών.
Οι Θεσσαλονικείς διηγούνταν ότι είδαν πολλές φορές τον άγιο Δημήτριο πάνω στα
τείχη να τρέπει σε φυγή τους εισβολείς.
Στα τέλη του 6ου αιώνα
παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, η οποία έμελλε να ταλανίζει την πόλη για τους
δύο επόμενους αιώνες. Τα σλαβικά φύλα, αρχικά με την καθοδήγηση των Αβάρων και
αργότερα αυτόνομα, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης
με σημαντικότερες αυτές του 586 και του 597. Τέλος στις σλαβικές βλέψεις έδωσε
το 688 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´, ο αποκαλούμενος Ρινότμητος, ο οποίος
νικώντας τους Σλάβους εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη.
Όταν ξεκίνησε η
Εικονομαχία, η Θεσσαλονίκη μεταβλήθηκε σε τόπο εξορίας των εικονομάχων της
βασιλεύουσας. Μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Σε
αντίδραση στην εικονόφιλη στάση της Εκκλησίας της Ρώμης ο αυτοκράτορας Λέων Γ´
ο Ίσαυρος απέσπασε το ανατολικό Ιλλυρικό από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της
Ρώμης και το απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έπειτα από αυτό το
γεγονός ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι βικάριος του Πάπα και η
τοπική εκκλησία συνέδεσε την πορεία της με την ανατολική εκκλησιαστική
διοίκηση. Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έλαβε χώρα και η αποστολή προς τους
σλαβικούς λαούς των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, η δράση των
οποίων συνδέθηκε με την απαρχή του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των
Σλάβων. Από τη Θεσσαλονίκη οι Κύριλλος και Μεθόδιος ξεκίνησαν το 863
προκειμένου να εκχριστιανίσουν τους Άραβες, τους Χαζάρους (στη Γεωργία) και
τους Σλάβους (στη Μεγάλη Μοραβία).
Το 904 η πόλη δέχθηκε
επίθεση από τους Σαρακηνούς (Άραβες της Δύσης) με αρχηγό τον εξισλαμισθέντα
Λέοντα τον Τριπολίτη. Η σφοδρότητα της επίθεσης και η μη προετοιμασία της
πολιορκίας οδήγησαν στην άλωση και τη λεηλασία της. Χιλιάδες κάτοικοι
σφαγιάστηκαν, ενώ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι
επόμενοι αιώνες σημαδεύτηκαν από ανεπιτυχείς προσπάθειες κατάληψης της
Θεσσαλονίκης και από τους συνεχείς πολέμους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με
τους εχθρούς της, κυρίως στη Βαλκανική. Παρ όλ' αυτά ο 10ος και οι αρχές του
11ου αιώνα χαρακτηρίσθηκαν ως περίοδος αναδόμησης και η αυτοκρατορία χωρίσθηκε
σε «θέματα». Η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε πρωτεύουσα ενός θέματος που επιβίωσε έως
και τον 15ο αιώνα.
Από τον 10ο αιώνα μ.Χ. έξω
από τη Χρυσή Πύλη - στη σημερινή Πλατεία Δημοκρατίας - εορτάζονταν τα Δημήτρια,
η σημαντικότερη γιορτή-εμποροπανήγυρη της πόλης. Κατά την εμποροπανήγυρη αυτή
ανταλλάσσονται τα προϊόντα της ενδοχώρας με τα θαλασσινά προϊόντα. Ονομάζονταν
«Δημήτρια» διότι πραγματοποιούνταν κατά τις ημέρες εορτασμού της μνήμης του
πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου.[55] Η πανήγυρη με την ονομασία αυτή άκμασε
τον 14ο αιώνα, τον επονομαζόμενο και «χρυσό αιώνα» της Θεσσαλονίκης. Αρχικά η
γιορτή αυτή είχε κυρίως θρησκευτικό και εμπορικό χαρακτήρα. Παράλληλα, όμως, ο
λαός της πόλης κατά τα «Δημήτρια» έβρισκε πολλές διασκεδάσεις και ευκαιρίες
ψυχαγωγίας με σχοινοβάτες, γελωτοποιούς, μίμους και θεατρίνους. Επίσης κατά τη
γιορτή, σύμφωνα με τις πηγές, παρουσιάζονταν θεατρικά έργα του αρχαιοελληνικού
δραματολογίου καθώς και διαλέξεις φιλοσόφων και λογίων.
Από τη νορμανδική
κατάκτηση στην κορυφή της βυζαντινής διοίκησης
Το 1185 οι Νορμανδοί
επιδρομείς κατέλαβαν το Δυρράχιο και εν συνεχεία τη Θεσσαλονίκη,
γεγονός–ορόσημο για την ιστορία της πόλης. Στην πολιορκία, η οποία άρχισε στις
15 Αυγούστου του 1185, οι Νορμανδοί χρησιμοποίησαν 200 πλοία και 80.000 άνδρες
αποκλείοντας την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Ο ανεφοδιασμός της πόλης δεν ήταν
επαρκής, ο διοικητής της Δαυίδ Κομνηνός δεν ήταν ικανός να οργανώσει κατάλληλα
την άμυνα, εγκατέλειψε τους αμυνόμενους και οι ενισχύσεις από την
Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε λίγες μέρες, (24
Αυγούστου του 1185) αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, παρά
την ηρωική άμυνα των κατοίκων, και τη λεηλάτησαν, θανατώνοντας 7.000 από τους
κατοίκους της. Βασικός ιστορικός της άλωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ευστάθιος, από το έργο του οποίου «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των
Νορμανδών» αντλούνται οι περισσότερες πληροφορίες.
Η κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και η κατάλυση της αυτοκρατορίας
οδήγησε τους Θεσσαλονικείς σε διαπραγματεύσεις με τον Φράγκο ηγεμόνα Βονιφάτιο
τον Μομφερρατικό, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η παράδοση της πόλης με τον όρο
της διατήρησης των παλαιών τοπικών προνομίων[59]. Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το
Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο υπήρξε βραχύβιο, καθώς η πόλη έμεινε στην
κατοχή των Λατίνων 20 χρόνια.
Το 1224 ο Δεσπότης της
Ηπείρου, Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και χρίστηκε
Βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων από τον αρχιεπίσκοπο Αχριδών Δημήτριο
Χωματιανό[60]. Η Θεσσαλονίκη ανακηρύχθηκε συμβασιλεύουσα (βασιλεύουσα παρέμενε
η Κωνσταντινούπολη, παρότι βρισκόταν ακόμη στην κατοχή των Λατίνων) και έγινε η
πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο Θεόδωρος Δούκας επέκτεινε την
επικράτειά του έως την Αδριανούπολη. Όμως, προτού ξεκινήσει την προσπάθεια
κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, θέλησε να υποτάξει τη Βουλγαρία.
Η παρακμή του κράτους του Θεόδωρου Δούκα ξεκίνησε από την ήττα του το 1230 στη μάχη της Κλοκοτνίτσας από τον Ιβάν Ασέν Β΄. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους ενώ στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να βασιλεύουν οι διάδοχοι του Θεοδώρου έως το 1246, οπότε την κατέλαβε ο αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης. Το 1261 ο συναυτοκράτορας της μικρασιατικής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος κατόρθωσε την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, κατέλυσε τη Λατινική αυτοκρατορία και επανασύστησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Έτσι, με αυτοκράτορα πλέον τον Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο η Κωνσταντινούπολη έγινε και πάλι πρωτεύουσα των Βυζαντινών και η θέση της Θεσσαλονίκης αναβαθμίστηκε με την πάροδο των ετών. Το 14ο αιώνα αναδείχθηκε σε πραγματική συμβασιλεύουσα, καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εδραζόταν πλέον στη Βαλκανική και όχι στη Μικρά Ασία. Συνήθως η πόλη διοικούνταν από τον γιο του αυτοκράτορα ή κάποιο άλλο μέλος της αυτοκρατορικής δυναστείας.
Το Κίνημα των Ζηλωτών και
η Παλαιολόγεια Αναγέννηση
Η Θεσσαλονίκη ως
συμβασιλεύουσα ενεπλάκη στους δύο εμφύλιους πολέμους, ο πρώτος μεταξύ του
Ανδρόνικου Β' και του Ανδρόνικου Γ' (1320-1328) και ο δεύτερος μεταξύ του
Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού και του Ιωάννη Ε' του Παλαιολόγου (1341-1354).
Μάλιστα, η προσπάθεια του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει την πόλη το 1342
οδήγησε στην εκδήλωση κοινωνικής επανάστασης. Επικεφαλής των εξεγερθέντων ήταν
οι Ζηλωτές, που προέρχονταν από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι
Ζηλωτές ήταν υποστηρικτές των Παλαιολόγων και πολέμιοι των Καντακουζηνών που
ήθελαν ενίσχυση της κεντρικής κυβέρνησης, ενώ η Θεσσαλονίκη με τους Ζηλωτές
ήθελε αυτονομία.
Το επαναστατικό κίνημα των
Ζηλωτών εμφανίστηκε ως μία πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στο μεσαιωνικό κόσμο,
όπου ο ηγεμονισμός, ο διαχωρισμός των ευγενών από το λαό και η «ελέω θεού»
διοίκηση αποτελούσαν τα απόλυτα θέσφατα. Η διαμάχη μεταξύ του μέγα δούκα
Αλεξίου Απόκαυκου και του Ιωάννη Καντακουζηνού για την κυριαρχία της επιρροής
στο βυζαντινό θρόνο οδήγησε την αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσμα του
οποίου ήταν η δημιουργία χιλιάδων οικονομικών προσφύγων, συνωστιζόμενων σε
μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη.
Η ογκούμενη δυσαρέσκεια
των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών, που υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, έφερε
τη στάση των Ζηλωτών το 1342. Στις αρχές του έτους ο λαός της Θεσσαλονίκης
καθοδηγούμενος από τους Ζηλωτές, συντασσόμενος με την πλευρά της Άννας
Παλαιολογίνας και του Απόκαυκου, στασίασε και λεηλάτησε τα σπίτια του διοικητή
της πόλης και των εύπορων ευγενών, ενώ διαπομπεύτηκαν και κατακρεουργήθηκαν
όσοι αριστοκράτες δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Αφού επιβλήθηκαν απόλυτα μέσα
στην πόλη, οι Ζηλωτές ανέλαβαν την εξουσία.
Αυτή η πρόωρη κίνηση προλεταριακής διεκδίκησης κυριάρχησε μέχρι και το 1349 όταν και επιβλήθηκε καθεστώς αυτοδιοίκησης. Τότε οι Ζηλωτές προσπάθησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου να ισχυροποιήσουν τη θέση τους. Ο λαός της Θεσσαλονίκης αντέδρασε και η αντεπανάσταση, οργανωμένη από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, ανέτρεψε τους Ζηλωτές, οι ηγέτες των οποίων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη.
Το 1350 εγκαταστάθηκε στην
πόλη η Άννα Παλαιολογίνα, η οποία κυβέρνησε στο όνομα του γιου της, Ιωάννη Ε'.
Σε αντίθεση με ό,τι θα αναμενόταν, οι πολιτικές αναταραχές δεν εμπόδισαν την
πνευματική ακμή της πόλης. Κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη
έζησαν πολλοί λόγιοι και χτίστηκαν ναοί, μονές και κοσμικά δημόσια κτίρια.
Ιδιαίτερα στον τομέα της τέχνης οι σχολές της Θεσσαλονίκης επηρέασαν ολόκληρο
το βαλκανικό χριστιανικό κόσμο και τη Ρωσία. Η όλη αυτή πνευματική κίνηση
ονομάστηκε Παλαιολόγεια Αναγέννηση και είναι η περίοδος κατά την οποία η
συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη διεκδικεί τα πνευματικά πρωτεία της
αυτοκρατορίας[64]. Μετά το 1350, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο μεγαλύτερος
θεολόγος του 14ου αιώνα και πρωτοπόρος του κινήματος του Ησυχασμού, ο άγιος
Γρηγόριος Παλαμάς. Η ησυχαστική κίνηση, παρότι αποτέλεσε τροχοπέδη στη
διδασκαλία των φιλοσοφικών σπουδών και της κλασικής παιδείας, εντούτοις
ανανέωσε τη μοναστική κίνηση και τέχνη που εξακολούθησε να επιζεί στο Άγιο Όρος
και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οθωμανική περίοδος
Ο Λευκός Πύργος (Beyaz
Kule) ή Πύργος του Αίματος (Kanli Kule) ήταν οθωμανική φυλακή για τουλάχιστον
τέσσερις αιώνες. Εδώ σε ζωγραφική αναπαράσταση των αρχών του 19ου αιώνα, όπου
φαίνεται και το προτείχισμα που τον περιέβαλε μέχρι και το 1911.
Το Εβραϊκό κοιμητήριο της
Θεσσαλονίκης σε ταχυδρομικό δελτάριο του 19ου αιώνα. Σήμερα στη θέση του
βρίσκεται η Πανεπιστημιούπολη.
Δημογραφική εξέλιξη της
Θεσσαλονίκης από το 1500 ως το 1950:
Εβραίοι
Μουσουλμάνοι
Έλληνες
Το Διοικητήριο ή Κονάκι.
Κτίσμα της τελευταίας περιόδου της Οθωμανικής διοίκησης σε σχέδια του Ιταλού
αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι είναι η έδρα του Υφυπουργείου Μακεδονίας-Θράκης.
Η οθωμανική προέλαση στα
ευρωπαϊκά εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η σταδιακή κατάληψη της
βαλκανικής χερσονήσου έκαναν εμφανή τα αποτελέσματά τους στη Θεσσαλονίκη, η
οποία αποκλεισμένη από την ξηρά και χωρίς τη δυνατότητα λήψης εξωτερικής
βοήθειας το 1387, έπειτα από τετραετή πολιορκία, έγινε φόρου υποτελής στο
σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ και δέχτηκε οθωμανική φρουρά. Δύο χρόνια αργότερα, και στο
κλίμα αβεβαιότητας που επικράτησε προσωρινά μετά τη δολοφονία του σουλτάνου
Μουράτ Α΄, οι Θεσσαλονικείς έδιωξαν την οθωμανική φρουρά της πόλης.
Ο ιστορικός Δούκας
αναφέρει καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1391 από τον Βαγιαζήτ Α΄ με αιτία τη
δραπέτευση του Μανουήλ Β´ από τη σουλτανική αυλή και την ανάδειξή του σε
αυτοκράτορα[68]. Από την εποχή εκείνη υπάρχει και η πρώτη σε ελληνικές πηγές
αναφορά για παιδομάζωμα, τον αναγκαστικό εξισλαμισμό των παιδιών. Αυτό έγινε το
1395 και αναφέρεται σε παρηγορητική ομιλία του τότε αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης
Ισιδώρου προς τους γονείς των παιδιών. Θεωρείται ότι η Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη
μεγάλη ελληνική πόλη που πλήρωσε αυτόν τον "φόρο του αίματος".
Η πρώτη οθωμανική κατοχή
της πόλης διήρκεσε έως το 1403 οπότε ο αυτοκράτορας Μανουήλ, επωφελούμενος της
ήττας του Βαγιαζήτ από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας
(1402) και της ακόλουθης εμφύλιας διαμάχης μεταξύ των γιων του για τη διαδοχή,
κατάφερε να του αποδοθεί η Θεσσαλονίκη ως αντάλλαγμα της συνδρομής του στο γιο
του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Τσελεμπή.
Η άμβλυνση των εσωτερικών
προβλημάτων της ηγεμονίας των Οσμανλιδών, η νέα της επιθετική ορμή έναντι των
βυζαντινών εδαφών αλλά και η αδυναμία της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας στην
υπεράσπισή τους οδήγησε το 1423 τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, γιο του αυτοκράτορα
Μανουήλ Β', στην υπό όρους παράδοση της πολιορκούμενης Θεσσαλονίκης στους
Ενετούς.
Η επταετής κατοχή από τα στρατεύματα της Βενετικής Δημοκρατίας υπήρξε ουσιαστικά περίοδος παρακμής για την πόλη. Ο ναυτικός και επίγειος αποκλεισμός της από τους Οθωμανούς σήμανε την οικονομική της εξασθένηση, που σε συνδυασμό με τη δυναστική συμπεριφορά των Βενετών ενέτειναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Κατά την πολιορκία υπό τον
σουλτάνο Μουράτ Β΄ η πόλη πρόβαλε αντίσταση και δεν δέχτηκε την πρόταση του
σουλτάνου για παράδοση. Τότε ο σουλτάνος "κήρυξε με σάλπιγγα (προς το
στρατό του) λέγοντας: Σας δίνω τα πάντα που υπάρχουν στην πόλη, άνδρες,
γυναίκες, παιδιά, άργυρο και χρυσό, μόνο αφήστε σ' εμένα την πόλη".
Τελικά, η «συμβασιλεύουσα πόλις» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς στις 29 Μαρτίου του 1430 έπειτα από
ισχυρή πολιορκία τριών ημερών. Ακολούθησε άγρια λαφυραγωγία και αιχμαλωσία των
κατοίκων. Οι αιχμάλωτοι υπολογίζονται σε 7.000 περίπου. Από αυτούς άλλοι
ελευθερώθηκαν αφού εξαγοράστηκαν από συγγενείς και φίλους, άλλοι δε πουλήθηκαν,
ενώ μέρος του πληθυσμού είχε ήδη φύγει πριν την άλωση και δεν επανήλθε. Σε
όσους ελευθερώθηκαν ο σουλτάνος επέτρεψε να εγκατασταθούν στην πόλη και να
διατηρήσουν τις περιουσίες τους, ενώ δήμευσε όσες περιουσίες έμειναν αδέσποτες
και τις μοίρασε στους Οθωμανούς που εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα (Γενητζέ
Βαρδάρ). Αρχικά δεν πείραξε τις εκκλησίες και τις μονές, αλλά αφού επανήλθε
μετά από μια διετία και αφού πλέον είχαν εγκατασταθεί Οθωμανοί στα περίχωρα,
κατάσχεσε εκκλησίες και μονές με τις περιουσίες και τα εισοδήματά τους. Τα
σπουδαιότερα από αυτά δώρισε σε έμπιστούς του ή μετέβαλε σε τζαμιά και
ιεροδιδασκαλεία (μενδρεσέδες). Στους χριστιανούς άφησε μόνο τέσσερις μικρές
εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και αυτή του Αγίου Δημητρίου.
Τα πρώτα χρόνια της
Οθωμανικής κατάκτησης ήταν δύσκολα, καθώς τα πολεμικά μέτωπα ήταν ακόμη κοντά,
ο πληθυσμός είχε μειωθεί πολύ και το εμπόριο έφθινε συνεχώς. Μάλιστα, σύμφωνα
με πηγές της εποχής, οι κάτοικοι της πόλης δεν ξεπερνούσαν τα 2.000 άτομα την
εποχή αμέσως μετά την κατάκτησή της. Ο σουλτάνος Μουράτ Β' έφερε 1.000
οικογένειες Γιουρούκων από τα Γιαννιτσά και χριστιανούς από τη Χαλκιδική.[72] Ο
πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα
έναντι των «λαών της Βίβλου», όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό
νόμο, βοήθησαν στην εγκατάσταση των διωκόμενων Εβραίων. Η Θεσσαλονίκη δέχθηκε
Εβραίους Ασκεναζίτες από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και Σεφαρδίτες, που
διώχθηκαν από την Ισπανία μετά την οριστική κατάλυση του αραβικού κράτους της
Γρανάδας.[73] Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 15ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στη
Θεσσαλονίκη σχεδόν 20.000 Εβραίοι από την Ισπανία, οι οποίοι άλλαξαν ριζικά την
εικόνα της πόλης. Σε απογραφή του 1519, η Θεσσαλονίκη είχε 29.220 κατοίκους,
από τους οποίους ποσοστό 53,8% ήταν Εβραίοι, 23,5% μουσουλμάνοι και 22,7%
χριστιανοί.
Μεταξύ 1520 και 1530 η
πόλη είχε 2645 εβραϊκές οικογένειες, 1229 οθωμανικές και 989 χριστιανικές. Οι
Εβραίοι της Κεντρικής Ευρώπης (Ασκεναζίμ), οι οποίοι άρχισαν να εγκαθίστανται
στη Θεσσαλονίκη το 1376, δεν αφομειώθηκαν από τον μεγαλύτερο πληθυσμό Εβραίων
που έφτασε μετά το 1492 από την Ισπανία, καθώς έμειναν προσηλωμένοι στις δικές
τους παραδόσεις. Οι Εβραίοι αποτελούσαν το κυρίαρχο στοιχείο της πόλης,
πληθυσμιακά και οικονομικά. Οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες κατοικούσαν σε
διαφορετικές συνοικίες. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπήρχαν 56 εβραϊκές
συνοικίες, 48 μουσουλμανικές και 16 χριστιανικές.
Ο πληθυσμός του αστικού
κέντρου παρουσίαζε αρκετές διακυμάνσεις, κυρίως εξαιτίας των συχνών πυρκαγιών
και των πολλών επιδημιών που ταλάνιζαν την πόλη έως και το 18ο αιώνα. Συχνές
ήταν και οι διχόνοιες όχι τόσο μεταξύ των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά
στους κόλπους της καθεμιάς. Η πιο σημαντική ήταν η παρουσία και η δράση του
ψευδομεσία Σαμπεθάι Σεβί, ο οποίος αρχικά παρουσιάστηκε ως Μεσσίας στους
Εβραίους της Θεσσαλονίκης, αλλά αργότερα (1666) ασπάστηκε το Ισλάμ μαζί με
πολλές χιλιάδες οπαδούς του, οι οποίοι ονομάστηκαν "ντονμέδες". Οι
περισσότερες έριδες στους κόλπους των μουσουλμάνων προκαλούνταν από τις
κοινωνικές ανισότητες και τις εξεγέρσεις των γενιτσάρων. Η σημαντικότερη
διένεξη που αφορούσε την ελληνοχριστιανική κοινότητα ήταν η διαμάχη για τη
διαχείριση της κοινότητας μεταξύ του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και των αρχόντων
της πόλης.
Από οικονομική άποψη, η
πόλη άρχισε να ακμάζει μετά το 1520. Τότε αναπτύχθηκαν η βιοτεχνία
(υφαντουργία, χρυσοχοΐα, ταπητουργία, βυρσοδεψία) και το διεθνές εμπόριο. Η
άνθηση αυτή συνεχίστηκε έως τα μέσα του 17ου αιώνα. Τότε άλλαξαν τα οικονομικά
δεδομένα, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο μετακινήθηκε προς τον Ατλαντικό και η ίδια
η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε σε φάση παρακμής. Η δυσπραγία διήρκεσε έως τη
δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, οπότε άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται το
εμπόριο, αυτή τη φορά προς την Αυστρία και τη Ρωσία, κυρίως με τη διακίνηση
καπνού, μαλλιού και βαμβακιού. Η ανάπτυξη έμελλε να διατηρηθεί έως τους
Ναπολεόντειους Πολέμους (1798-1814), οπότε και η ύφεση που έπληξε την Ευρώπη
δεν άφησε ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εμπορευματική διακίνηση
άρχισε να αυξάνεται σταθερά μετά το 1840.
Παρόλο που στις αρχές του
19ου αιώνα οι Έλληνες είχαν φτάσει να ανταγωνίζονται πληθυσμιακά και οικονομικά
την εβραϊκή κοινότητα -ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη σφαγή στο ξέσπασμα της
Ελληνικής Επανάστασης του 1821- η Θεσσαλονίκη συνέχισε να αποτελεί έως το 1912
ένα μοναδικό, παγκόσμιο φαινόμενο πόλης με τόσο μεγάλη εβραϊκή παροικία, και
αποκλήθηκε από τους ίδιους τους Ιουδαίους «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» και
«Μητέρα του Ισραήλ»
Η Θεσσαλονίκη ή Σελανίκ,
σύμφωνα με την τουρκική παραλλαγή του ονόματός της, συνέχισε καθ’ όλη τη
διάρκεια της παραμονής της μέσα στα όρια του σουλτανικού κράτους να αποτελεί
σημαντικό διοικητικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο του με ρόλο παρόμοιο με
αυτόν που κατείχε τη βυζαντινή περίοδο. Ανεγέρθηκαν συγκροτήματα λουτρών,
ισλαμικά μοναστήρια, τεμένη, ενώ και αρκετοί χριστιανικοί ναοί μετατράπηκαν σε
τόπους μουσουλμανικής λατρείας. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου μετατράπηκε σε τζαμί
το 1491 και παρέμεινε τέτοιο μέχρι την απελευθέρωση το 1912. Μέχρι το διάταγμα
Χάτι-Χουμαγιούν (1856) δεν επιτρεπόταν η ανέγερση νέων χριστιανικών ναών σε
θέσεις όπου δεν προϋπήρχαν ναοί. Το 1669, ο Γάλλος μοναχός Ρομπέρ ντε Ντρω
ανέφερε τη Θεσσαλονίκη ως μια από τις πιο ωραίες και διάσημες πόλεις της
Ελλάδας. Το 1737, ο Γάλλος ιερωμένος και συγγραφέας Ζωζέφ ντε λα Πορτ ανέφερε
ότι η Θεσσαλονίκη αριθμούσε 48 τεμένη, 30 εκκλησίες και 36 συναγωγές.
Η Ελληνική επανάσταση του
1821
Η σφαγή των Ελλήνων στην
Αγορά Καπάνι.
Οι Θεσσαλονικείς οργανώθηκαν
και οργάνωσαν τον Ελληνισμό από πολύ νωρίς, προκειμένου να δημιουργηθούν οι
συνθήκες μιας καθολικής ελληνικής επανάστασης. Ο Θεσσαλονικέας λόγιος Γρηγόριος
Ζαλύκης ήταν ο πρωτεργάτης της ίδρυσης της μυστικής οργάνωσης Ελληνόγλωσσο
Ξενοδοχείο, προδρόμου της Φιλικής Εταιρείας, στο Παρίσι το 1809.
Ο έμπορος Μιχαήλ
Ουζουνίδης ήταν ένα από τα αρχικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Επίσης, ο
διδάσκαλος και λόγιος Μιλτιάδης Αγαθόνικος προσέφερε πολλά ως εκπαιδευτικός
στην αφύπνιση των Ελλήνων. Άλλα σημαίνοντα μέλη της Φιλικής Εταιρείας από τη
Θεσσαλονίκη ήταν ο διπλωμάτης Δημήτριος Αργυρόπουλος, ο Ιωάννης Σκανδαλίδης, ο
Νικόλαος Ουζουνίδης, ο Πανταζής Μπακάλογλους και οι έμποροι Μόσχος Σακελλίου,
Αθανάσιος Σκανδαλίδης, Χριστόδουλος Μπαλάνος, Στέργιος Πολύδωρος, Νικόλαος
Τραμπάζογλους και Αλέξανδρος Ι. Πηλιάδης. Σποραδικές εξεγέρσεις με κοινωνικά
κυρίως αιτήματα, προερχόμενες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, καταπνίγηκαν
σχετικά εύκολα από τη διοίκηση. Ιδιαίτερη, όμως, σκληρότητα επέδειξαν οι
Οθωμανοί με το ξέσπασμα της επανάστασης στη Χαλκιδική το Μάρτιο του 1821 από
τον τραπεζίτη και μεγαλέμπορο Εμμανουήλ Παπά, οπότε εφαρμόστηκαν αντίποινα κατά
των Ελλήνων και στη Θεσσαλονίκη. Φιρμάνι της 3ης Μαΐου του 1821 ανέφερε:
"Το εν Μολδαβία
κίνημα των απίστων και κατηραμένων Ελλήνων, μεταδοθέν εις τας πέραν της Θεσσαλονίκης
χώρας, προεκάλεσε την αναρχίαν και τον αναβρασμόν μεταξύ των εκεί κατοίκων ...
Εκ των γεγονότων τούτων άπαξ έτι κατεδείχθη ότι η επανάστασις αύτη των απίστων,
φέρουσα γενικόν χαρακτήρα, έχει εξυφανθεί και προσχεδιασθή κατόπιν συνεννοήσεως
ολοκλήρου της φυλής αυτών".
Σε προκήρυξη του γενικού
αρχηγού του οθωμανικού στρατού προς τους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης,
κλήθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι 16-60 ετών να πάρουν τα όπλα κατά των
επαναστατών. Ανακοινώθηκε αμοιβή τεσσάρων πιάστρων για κάθε κεφάλι που θα
παραδινόταν στο στρατόπεδο. Υπογράφτηκε από τον Αμπντούλ Καμπούλ Μωχάμετ,
"διοικητή των πιστών Μακεδονίας και Θεσσαλίας".
Αρχικά περί τους 400
χριστιανούς, εκ των οποίων οι 100 ήταν Αγιορίτες μοναχοί, φυλακίστηκαν ως
όμηροι, οι περισσότεροι εκ των οποίων εκτελέστηκαν αργότερα. Οι περισσότερες
σφαγές έγιναν τον Μάιο του 1821, σημαίνοντας την απαρχή μίας περιόδου
τρομοκρατίας, που διήρκεσε έως και το 1823, χρονιά που κατεστάλησαν τα
επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση
του 1821 οι Οθωμανοί σκότωσαν επίσης, τον επίτροπο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης
και επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο, τους πρόκριτους (μέλη της Φιλικής Εταιρείας)
Γεώργιο Βλάλη, Χρήστο Μενεξέ (επίτροπο του ναού του Αγίου Μηνά), Χριστόδουλο
Μπαλάνο, Γεώργιο Πάικο, Στέργιο Πολύδωρο, Αθανάσιο Σκανδαλίδη, Αναστάσιο
Γούναρη, Δημήτριο Παππά, Αναστάσιο Κυδωνιάτη, τον Αργυρό Ταπουχτσή από την
Επανομή κ.ά. στην τότε πλατεία Αλευραγοράς (σημερινή αγορά Καπάνι - Βλάλη),
στις 18 Μαΐου[86]. Σφαγές επίσης έγιναν στην περιοχή της Ροτόντας και στην Πύλη
Αξιού. Παρόμοιες σκηνές εκτυλίχθηκαν στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού του
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπου είχαν καταφύγει 2.000 Έλληνες και τελικά
πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τον τουρκικό όχλο[87]. Αργότερα, το 1822 στραγγαλίστηκε
μετά από πολυήμερη φυλάκιση ο Έλληνας προύχοντας και πρόξενος της Δανίας,
Εμμανουήλ Κυριακού.
Συνολικά οι Έλληνες της
Θεσσαλονίκης που έπεσαν θύματα από τις εκτελέσεις των Οθωμανών υπολογίζονται σε
25.000 μόνο κατά το 1821, γεγονός που επέφερε ανεπανόρθωτο πλήγμα στην ελληνική
κοινότητα της πόλης (η ελληνική κοινότητα επανέκαμψε τη δεκαετία του 1880,
δηλαδή 60 χρόνια αργότερα).[88] Σημαντικές προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης που
πρωτοστάτησαν την περίοδο εκείνη στους Ελληνικούς αγώνες ήταν ο Γρηγόριος
Ζαλύκης, ο Μιλτιάδης Αγαθόνικος, ο Κωνσταντίνος Τάττης, ο Ιωάννης Γούτας
Καυταντζόγλου, ο Ιωάννης Μιχαήλ (ο οποίος συμμετείχε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση
Τροιζήνας), ο Ιωάννης Παπάφης, ο Ανδρόνικος Πάικος, ο Αντώνιος Παπαχρίστου, ο
Αναστάσιος Μπουδέλης και άλλοι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο
Α΄ γραμματέας του Βουλευτικού της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου ήταν ο
Θεσσαλονικέας Ιωάννης Σκανδαλίδης, ένας από τους πληρεξούσιους της
Μακεδονίας[89][90], ενώ την έναρξη της Επανάστασης την κήρυξε ο Θεσσαλονικέας
Δημήτριος Αργυρόπουλος στις 21 Φεβρουαρίου 1821, στο Γαλάτσι της Μολδοβλαχίας.
Η επανάσταση στη Μακεδονία τερματίστηκε περί τα τέλη Μαΐου 1822. Μετά πολλοί
πολεμιστές κατέβηκαν στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα όπου συνέχισαν τον αγώνα.
Για την απελευθέρωση των
φυλακισμένων Χριστιανών, οι Τούρκοι εισέπραξαν ως λύτρα 440.000 γρόσια. Για να
συγκεντρώσουν αυτό το ποσό οι Χριστιανοί δανείσθηκαν από Εβραίους τραπεζίτες με
επιτόκιο 30-50% με ενέχυρο τιμαλφή και σκεύη των ναών, λαμβάνοντας μετρητά το
ένα δεύτερο ή το ένα τρίτο της αξίας τους.
Μεγάλες καταστροφές
υπέστησαν και τα πλησίον της Θεσσαλονίκης χωριά, ιδίως προς την περιοχή της
Χαλκιδικής, ακόμα και αυτά που δεν επαναστάτησαν. Η κατάσταση της επαρχίας κατά
τον Ιούνιο και Ιούλιο 1821 αναφέρεται από Άγγλο αυτόπτη μάρτυρα. Μετά την
εξέγερση ελληνικών χωριών της Χαλκιδικής πολλοί μουσουλμάνοι κατέφυγαν στη
Θεσσαλονίκη για προστασία ενώ τα χωριά τους κάηκαν. Ο τουρκικός στρατός
αντεπιτιθέμενος λεηλάτησε και έκαψε τα Βασιλικά, το Καραμπουρνού, την Επανωμή
και τη Γαλάτιστα και άλλα, ακόμα και όσα δεν είχαν επαναστατήσει όπως το
Ζαγγλιβέρι. Οι μοναχοί της Μονής Αγίας Αναστασίας (Φαρμακολύτριας)
αποκεφαλίστηκαν παρ’ ό,τι άνοιξαν τις θύρες και υποδέχθηκαν τους Τούρκους.
Μεγάλος αριθμός Εβραίων ακολουθούσαν τον τουρκικό στρατό και αγόραζαν τη λεία
σε χαμηλές τιμές. Γυναίκες και παιδιά πωλούνταν ως δούλοι, οι γριές προς 40-60
πιάστρα και τα γυναικόπαιδα προς 200-300. Ολόκληρη η περιοχή της Καλαμαριάς
(εννοείται η δυτική Χαλκιδική) που αριθμούσε περί τους 60.000 κατοίκους
καταστράφηκε και ερημώθηκε.
Προύχοντες και απλοί
Έλληνες κρατούνταν ως όμηροι ή θανατώνονταν ακόμα και με ανασκολοπισμό
(παλούκωμα), ενώ και οι Έλληνες σκότωναν τους Τούρκους που συνελάμβαναν. Η
τουρκική διοίκηση αποσπούσε δια της βίας μεγάλα χρηματικά ποσά που οι Έλληνες
για να τα εξοικονομήσουν ενεχυρίαζαν πολύτιμα αντικείμενα και σκεύη εκκλησιών
σε χαμηλές τιμές ή δανείζονταν από τους Εβραίους με επιτόκιο 30-50%.
Αναπτυξιακή πορεία και
Μακεδονικός Αγώνας
Η λήξη του Ρωσοτουρκικού
πολέμου του 1828–1829 επέφερε την ηρεμία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας και
τη συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη. Το θετικό κλίμα ενέτειναν και οι
μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ από το τέλος της δεκαετίας του 1830. Η Θεσσαλονίκη
αυξάνει περαιτέρω την εμπορική της δύναμη ενώ παράλληλα ξεκινά η ανοικοδόμηση
σημαντικών διοικητικών, εκπαιδευτικών και ιδιωτικών κτηρίων. Τις τελευταίες
δεκαετίες του 19ου αιώνα παρατηρείται σημαντική αύξηση του πληθυσμού, που από
50.000 το 1865 φτάνει τις 90.000 το 1880 και τις 120.000 το 1895.
Το 1873 κατεδαφίζεται το
μεγαλύτερο τμήμα των βυζαντινών τειχών της πόλης και δημιουργείται η παραλιακή
λεωφόρος, η σημερινή Λεωφόρος Νίκης.
Το 1877, ενώ γίνονταν
διεθνώς ζυμώσεις που κατέληξαν στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, Ρουμανικές
εφημερίδες δημοσίευαν στατιστικές με Ρουμανικούς πληθυσμούς στη Θεσσαλία,
Ήπειρο και Μακεδονία προσπαθώντας να οικειοποιηθούν τους Βλάχους. Στα πλαίσια
αυτά εμφάνισαν στατιστική του Ρουμανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη,
παρουσιάζοντας τη Θεσσαλονίκη με 20.000 Ρουμανικό πληθυσμό. Ακολούθησαν έντονες
αντιδράσεις και επεισόδια που προκάλεσαν οι Έλληνες Θεσσαλονικείς φοιτητές έξω
από το Ρουμανικό προξενείο που κατέληξαν σε μεγαλειώδη βουβή παρέλαση (αρκετές
χιλιάδες διαδηλωτών) με τερματισμό στο προξενείο της Ρουμανίας. Στη βουβή
διαδήλωση συμμετείχαν και εκπρόσωποι της Ισραηλιτικής κοινότητας της πόλης,
προκειμένου να υποστηρίξουν την ελληνικότητα του χριστιανικού πληθυσμού της
πόλης.
Συνέπεια των αντιδράσεων
ήταν να εκδώσει ο Οθωμανός βαλής της Θεσσαλονίκης, επίσημη στατιστική που
παρουσίαζε τον Ελληνικό πληθυσμό σε 25.000 (σε σύνολο σχεδόν 90.000
κατοίκων[95]) και να αποπεμφθεί ο Ρουμάνος πρόξενος. Κατά τη διάρκεια του
Μακεδονικού Αγώνα, οι Θεσσαλονικείς οργανώνονται, ιδρύοντας τη Φιλόπτωχο
Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης το 1871 που ανέπτυξε έντονη εθνική δράση. Ο
προύχοντας της πόλης Κωνσταντίνος Μάτσας προσπάθησε ήδη από το 1899 να
εξοπλίσει τον Ελληνισμό της πόλης, αντιλαμβανόμενος τον επερχόμενο κίνδυνο.
Σημαντικοί Θεσσαλονικείς οπλαρχηγοί ήταν ο Γεώργιος Σάββας και ο Γεώργιος
Πεντζίκης. Στις 20 Ιανουαρίου του 1904 πραγματοποιήθηκε μεγάλο αντιβουλγαρικό
συλλαλητήριο στην πόλη, με συμμετοχή 6.000 Ελλήνων διαδηλωτών. Έως το 1908, οι
Θεσσαλονικείς πέτυχαν να ανατρέψουν τη βουλγαρική προσπάθεια δημιουργίας πυρήνων
Βουλγαρικού πληθυσμού στην πόλη, με τη μεταφορά και εγκατάσταση Βούλγαρων
μεταναστών.
Το κίνημα των Νεοτούρκων
και τα εθνικά αλυτρωτικά κινήματα
Το μέγαρο του Ελληνικού
Προξενείου Θεσσαλονίκης, έργο του Ερνέστου Τσίλλερ, το οποίο, πλέον, φιλοξενεί
το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνος.
Η Έπαυλη Αλλατίνη, ιδιοκτησίας των Εβραίων Θεσσαλονικέων βιομηχάνων Αλλατίνι, στην οποία το 1909 φιλοξενήθηκε ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από το Κίνημα των Νεοτούρκων στη Κωνσταντινούπολη.
Στιγμιότυπο από την
αναχώρηση του Σουλτάνου Μεχμέτ Ε' Ρεσάτ έπειτα από το προσκύνημα στο τέμενος
της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης στις 31 Μαΐου 1911.
Το ρεύμα της εθνικιστικής
ιδεολογίας, που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση και απλώθηκε σε ολόκληρη τη
Γηραιά Ήπειρο, άρχισε, ογκούμενο σταδιακά μέσα στο 19ο αιώνα, να επιδρά και στα
βαλκανικές εθνικές ομάδες, που βρίσκονταν στην οθωμανική επικράτεια. Ένα πρώτο
κρούσμα αυτών ήταν η σφαγή των προξένων στη Θεσσαλονίκη που συνέβη στις 6 Μαΐου
1876.
Το ελληνικό στοιχείο
συγκρούστηκε έντονα με το βουλγαρικό, που με τη δράση των κομιτατζήδων
προσπάθησε τη μεταστροφή των ορθοδόξων πληθυσμών από την κανονική δικαιοδοσία
του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βουλγαρική Εξαρχική Εκκλησία με στόχο τον
εκβουλγαρισμό τους.[98] Μετά τα Απριλιανά του 1903 η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε
το διάστημα των ετών 1904-1908, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, όπου επιτελικό
κέντρο των Ελλήνων αγωνιστών υπήρξε το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης
(σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα).
Παράλληλα με τα
εθνικιστικά κινήματα αναπτυσσόταν και ένα άλλο κίνημα με στελέχη από τη
στρατιωτική και πνευματική ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κέντρο του τη
Θεσσαλονίκη. Στόχοι αυτής της κίνησης ήταν ο εκδημοκρατισμός, ο εκσυγχρονισμός
και μετασχηματισμός σε ευρωπαϊκού τύπου συνταγματική μοναρχία της παραπαίουσας
και μειούμενης εδαφικά Αυτοκρατορίας και πολιτικό εφαλτήριό της η "Επιτροπή
για την Ένωση και την Πρόοδο" (İttihad ve Terakki Cemiyeti - Κομιτάτο
Ένωση και Πρόοδος),[99] της οποίας η δράση εκκίνησε το 1896 και στις τάξεις της
περιελάμβανε προοδευτικές προσωπικότητες από τις κυρίαρχες μακεδονικές
εθνότητες με πρωτοστατούσα την τουρκική. Τα μέλη αυτής της επιτροπής έγιναν
γνωστά με το όνομα Νεότουρκοι (Jön Türkler – Ζον Τουρκλέρ από το γαλλικό Jeunes
Turcs) και στα πρώτα της βήματα αναδείχθηκε σε φορέα της αστικής αλλαγής με
αντιιμπεριαλιστικές αιχμές.
Τον Ιούνιο του 1908 οι
Νεότουρκοι διέθεταν την ισχύ ώστε να απαιτήσουν από το Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ
Β΄ την πολιτειακή μεταβολή προς τη συνταγματική μοναρχία. Έτσι με μία
εντυπωσιακή στρατιωτική κίνηση το τρίτο σώμα του Οθωμανικού στρατού ξεκίνησε
από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την έδρα του Οίκου των Οσμανλιδών, την
Κωνσταντινούπολη, όπου κορυφώθηκε η Επανάσταση των Νεοτούρκων, με αποτέλεσμα
την παραχώρηση Συντάγματος στις 24 Ιουλίου 1908.
Η αντεπανάσταση των
συντηρητικών Παλαιότουρκων το 1909 βοήθησε τον απολυταρχικό Αμπντούλ Χαμίτ να
άρει τα συνταγματικά προνόμια. Σύντομα, όμως, οι Νεότουρκοι κατάφεραν να πάρουν
την κατάσταση και πάλι στα χέρια τους εξαναγκάζοντας το Σουλτάνο σε παραίτηση
και ανεβάζοντας στο θρόνο το μετριοπαθή αδελφό του, Μεχμέτ Ε΄ Ρεσάτ. Ο Αμπντούλ
Χαμίτ οδηγήθηκε στο πολιτικό κέντρο των Νεοτούρκων, τη Θεσσαλονίκη, όπου
παρέμεινε φρουρούμενος στην Έπαυλη Αλλατίνη (σημερινό ιστορικό κτίριο της
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας) έως και το 1912.
Τελευταίο σημαντικό
γεγονός της οθωμανικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η επίσκεψη στην πόλη
του Μεχμέτ στις 31 Μαΐου 1911, στο πλαίσιο της περιοδείας του στα ευρωπαϊκά
εδάφη της Αυτοκρατορίας. Αποκορύφωμα της επίσκεψης αποτέλεσαν η παρέλαση των
εθνοτήτων ενώπιον του μονάρχη και το εντυπωσιακό προσκύνημά του στο τέμενος της
Αγίας Σοφίας, σύμφωνα με το επίσημο τυπικό του προσκυνήματος της Παρασκευής στο
τζαμί Χαμιντιέ της Κωνσταντινούπολης.
Η απελευθέρωση από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Το πανηγυρικό πρωτοσέλιδο
της εφημερίδας Μακεδονία την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης.
Η απόδειξη των πραγματικών
πολιτικών προθέσεων της ηγετικής ομάδας των Νεότουρκων, που ως βασικό στόχο
είχαν τον εκτουρκισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της εξάλειψης των
μειονοτήτων, και η σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής έναντι αυτών έφεραν το
ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.[103] Τα τέσσερα βαλκανικά βασίλεια,
Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου, κήρυξαν τον πόλεμο στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας την κατάκτηση και το διαμοιρασμό των
ευρωπαϊκών της εδαφών, στα οποία κατοικούσε σημαντική μερίδα «αλύτρωτων»
ομοεθνών τους.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης
υπήρξε το διαφιλονικούμενο «λάφυρο» μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Οι νίκες των
Ελλήνων σε σημαντικές μάχες είχαν δημιουργήσει θετικό κλίμα στο στράτευμα, το
οποίο όδευε για την κατάκτηση του Μοναστηρίου, βαλκανικής πόλης με ακμαίο
ελληνικό πληθυσμό. Ο επικεφαλής της στρατιάς της Θεσσαλίας και αρχιστράτηγος,
Διάδοχος Κωνσταντίνος έπειτα από τη νικηφόρα Μάχη του Σαρανταπόρου κινούνταν
προς το Μοναστήρι. Οι πληροφορίες, όμως, προς την ελληνική κυβέρνηση
αναφέρονταν σε προώθηση των βουλγαρικών στρατευμάτων νοτιότερα, με σκοπό την
κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στον Κωνσταντίνο να κινηθεί
ταχύτατα προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά όταν διαπίστωσε ότι ο διάδοχος κωλυσιεργούσε
απέστειλε το περίφημο τηλεγράφημα:
Αρχηγόν Στρατού
Εντέλεσθε άμα τη λήψει της
παρούσης να παραδώσητε την διοίκησιν του στρατού εις τον Αρχηγόν του
Γεν. Επιτελείου υποστράτηγον
Δαγκλήν και να αναχωρήσητε πάραυτα δι' Αθήνας, τιθέμενος εις την
διάθεσιν του υπουργού των
Στρατιωτικών.
Ε. Βενιζέλος, Υπουργός
Στρατιωτικών
Μετά από παρέμβαση του
βασιλιά Γεωργίου, το ελληνικό στράτευμα της Θεσσαλίας, αλλάζοντας πορεία,
κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, στην οποία έφτασε έπειτα από τη Μάχη των
Γιαννιτσών (19 Οκτωβρίου) στις 25 Οκτωβρίου 1912, περικυκλώνοντάς την.
Οι Οθωμανοί στρατιωτικοί επιτελείς της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής το διοικητή του 8ου σώματος του οθωμανικού στρατού, Χασάν Ταχσίν Πασά, αντιλήφθηκαν ότι πιθανή αντίσταση δεν θα επέφερε ουσιαστικό αποτέλεσμα[106] και προέβησαν σε προτάσεις παράδοσης προς τον Κωνσταντίνο. Άλλωστε από οθωμανικής πλευράς υπήρχε η προτίμηση της παράδοσης της πόλης στους Έλληνες λόγω της αντίληψης ότι οι Βούλγαροι θα προέβαιναν σε βιαιότητες έναντι του μουσουλμανικού πληθυσμού. Ο Κωνσταντίνος, όμως, δεν έκανε δεκτή την οθωμανική πρόταση και απαίτησε «άνευ όρων» παράδοση της πόλης. Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας γνώση των κινήσεων της 7ης Βουλγαρικής μεραρχίας, η οποία πλησίαζε τη Θεσσαλονίκη, προειδοποίησε το Διάδοχο να επισπεύσει τη διαδικασία με το ακόλουθο τηλεγράφημα:
Αρχηγόν Στρατού
Παραγγέλλεσθε να
αποδεχτείτε προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθητε εις
ταύτην άνευ χρονοτριβής.
Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής.
Υπουργός Στρατιωτικών Ε.
Βενιζέλος
Έτσι τη νύχτα της 26ης
προς 27 Οκτωβρίου 1912 (Ιουλιανό ημερολόγιο), οι πληρεξούσιοι επιτελείς
αξιωματικοί, Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη τα
πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης από την οθωμανική διοίκηση στον ελληνικό στρατό και
το απόγευμα της 27 Οκτωβρίου εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη τα δύο πρώτα ελληνικά
ευζωνικά τμήματα της μεραρχίας Κλεομένους.[εκκρεμεί παραπομπή]
Εν τω μεταξύ οι Βούλγαροι,
που είχαν προσεγγίσει την πόλη, πίεσαν το Χασάν Ταχσίν Πασά να υπογράψει
παρόμοιο πρωτόκολλο και με αυτούς. Η πρότασή τους, εντούτοις, δεν έγινε δεκτή
με τη χαρακτηριστική απάντηση του Οθωμανού στρατηγού: «Έχω μόνο μία
Θεσσαλονίκη, την οποία έχω ήδη παραδώσει». Παρά τούτο οι βουλγαρικές
διεκδικήσεις δεν έπαυσαν έως και το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, οπότε το νικηφόρο
αποτέλεσμά του, για την ελληνική πλευρά, επέφερε οριστική λύση στο θέμα.
Ένας ακόμη παράγοντας που
προσπάθησε να επηρεάσει το εδαφικό καθεστώς της Θεσσαλονίκης, ήταν η
Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, που με τη συμπαράσταση της Γερμανίας επεδίωξε,
ανεπιτυχώς, διεθνοποίηση της πόλης. Ακόμη μερίδα της Ιουδαϊκής κοινότητας
προώθησε στο εξωτερικό πρόταση για αυτόνομο καθεστώς υπό ισραηλιτική διοίκηση.
Στις 29 Οκτωβρίου ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ εισήλθε στην πόλη επικεφαλής τμημάτων στρατού και στις 30 Οκτωβρίου τελέστηκε από το Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο δοξολογία στον τότε Καθεδρικό Ναό του Αγίου Μηνά «επί τη απελευθερώσει της πόλεως» μετά από 482 χρόνια συνεχούς Οθωμανικής κατοχής.
Σύγχρονη ιστορία
Μετά την απελευθέρωση του
1912 για αρκετό καιρό διατηρήθηκε η οθωμανική διοικητική δομή της πόλης για να
αποφευχθεί η οικονομική και κοινωνική διάλυση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό
ότι τις ημέρες μετά την παράδοση της πόλης, η οθωμανική χωροφυλακή συνέχιζε
ένοπλη να διατηρεί την τάξη, ενώ ο δήμαρχος Οσμάν Σαΐτ παρέμεινε δήμαρχος, με
λίγες διακοπές μέχρι το 1922. Τον Μάρτιο του 1913 ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α'
δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το 1914 έγιναν από τους
Οθωμανούς μαζικές διώξεις των Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη (αρχές 1914) και
τη δυτική Μικρά Ασία (Μάιος 1914). Έτσι, οι πρόσφυγες κατέφυγαν στην Ελλάδα με
τη Θεσσαλονίκη να αποτελεί έναν από τους κύριους προορισμούς άφιξης και
εγκατάστασης οικογενειών Μικρασιατών και Θρακών. Στην αρχή η περίθαλψη των
προσφύγων στη πόλη γινόταν από εθελοντές. Ακολούθως δημιουργήθηκαν επιτροπές
από το Υπουργείο Εσωτερικών με σκοπό τη διανομή τροφίμων και ιματισμού. Τα
έσοδα καλύπτονταν κυρίως από δωρεές και εράνους. Τον Ιούλιο του 1914 ιδρύθηκε
στη Θεσσαλονίκη Οργανισμός για την περίθαλψη και μετέπειτα για την εγκατάσταση
των προσφύγων σε εγκαταλελειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά της Κεντρικής
και Ανατολικής Μακεδονίας. Παρεχόταν υποτυπώδες συσσίτιο, προσωρινή στέγη και
στοιχειώδης ιατρική περίθαλψη, μέχρι οι πρόσφυγες να βρουν εργασία ή να
αποκτήσουν γεωργικό κλήρο.
Η Ελλάδα δεν συμμετείχε
στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από το ξέσπασμά του παρά τις προσκλήσεις για συμμαχία
και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις. Ωστόσο, με δικαιολογία τη βοήθεια προς τη
Σερβία, αλλά και αδιαφορία για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας, δυνάμεις της
Αντάντ αποβιβάστηκαν στην πόλη τον Οκτώβριο του 1915 με σκοπό να εκβιάσουν την
είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.
Δημιουργήθηκε το Βαλκανικό
Μέτωπο, που απαρτιζόταν από δεκάδες χιλιάδες άνδρες και είχε σκοπό να παράσχει
υποστήριξη προς τη Σερβία και τη Ρωσία. Ο Εθνικός Διχασμός, όπως ονομάστηκε η
διαμάχη (1916) ανάμεσα στο Βασιλιά Κωνσταντίνο ΙΒ΄ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο
αναφορικά με την έξοδο της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν στο
σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης από το Βενιζέλο, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η
"Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας" απαρτιζόταν από το Βενιζέλο, το
Δαγκλή και τον Κουντουριώτη τη λεγόμενη "Τριανδρία". Έτσι η Ελλάδα
εισήλθε στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, οδηγώντας παράλληλα στην εκδίωξη
του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' υπέρ του γιου του Αλεξάνδρου.
Κατά τη Β΄ Βουλγαρική
Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας που διήρκησε την περίοδο 1916-1918, πολλοί
Έλληνες πρόλαβαν να περάσουν τα τότε σύνορα από τις περιοχές της Δράμας και της
Καβάλας και κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουν τις διώξεις, τη λιμοκτονία,
τις ομηρίες καθώς και τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις και τους βασανισμούς που
λάμβαναν χώρα στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917
ήταν η χειρότερη καταστροφή που υπέστη η πόλη κατά τα νεότερα χρόνια. Κατέστρεψε
ολοσχερώς κτίρια σπάνιας αρχιτεκτονικής αξίας στο κέντρο της πόλης,
καταστήματα, εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές και κυρίως χιλιάδες σπίτια,
αφήνοντας άστεγους 72.000 κατοίκους εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό (περίπου
50.000) ήταν Εβραίοι, και προκάλεσε τεράστια οικονομικά και κοινωνικά
προβλήματα στην πόλη που είχε ήδη επιβαρυνθεί από τη συγκέντρωση προσφύγων που
προέρχονταν από τις κοντινές εμπόλεμες ζώνες και την υπό Βουλγαρική διοίκηση
Θράκη. Παρ' ότι η καταστροφή ήταν μεγάλη, θύματα δεν υπήρξαν. Στη θέση των
κτηρίων αυτών οικοδομήθηκε η νέα πόλη, με βάση σχέδιο που εκπόνησε ο Γάλλος
αρχιτέκτονας Ερνέστ Εμπράρ. Αν και το σχέδιο του δεν υλοποιήθηκε πλήρως, το
μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της Θεσσαλονίκης, όπως είναι σήμερα, βασίζεται σε
ένα Γαλλικό Σχέδιο.
Μικρασιατική Καταστροφή
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το έτος 1922, αλλά και την περίοδο 1923-1924 στα πλαίσια της Ελληνοτουρκικής Ανταλλαγής Πληθυσμών που συμφωνήθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης, εγκαταστάθηκαν στην πόλη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 47,8% του πληθυσμού ενώ οι «γηγενείς», χριστιανοί και Εβραίοι το 36,1% και οι μετανάστες από διάφορα μέρη της Ελλάδας το 16,1%. Η εισροή προσφύγων ήταν τόσο έντονη ώστε επέβαλε την ίδρυση νέων, αποκλειστικά προσφυγικών συνοικιών και οικισμών, όπως η Νεάπολη, η Καλαμαριά, η Τούμπα και οι Σαράντα Εκκλησιές ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης συμπεριλήφθηκε στους "ανταλλάξιμους" που υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στην Τουρκία.
Μεσοπόλεμος
Το 1925 με ενέργειες του
Αλέξανδρου Παπαναστασίου ιδρύεται στην πόλη Πανεπιστήμιο το οποίο αργότερα
(1954) μετονομάστηκε σε Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης προς τιμήν του
φιλόσοφου Αριστοτέλη και σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της
Ελλάδας. Στις 3 Οκτωβρίου του 1926 εγκαινιάστηκε η πρώτη Διεθνής Έκθεση της
Θεσσαλονίκης.
9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του
Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της
διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης.
Σε όλο το διάστημα του
μεσοπόλεμου οι κοινωνικές ζυμώσεις που προκλήθηκαν από τη δραστηριοποίηση
μεγάλου αριθμού προσφύγων εργατών αλλά και τη δυναμικότητα των Εβραίων εργατών,
έδωσαν μεγάλη ώθηση στα ήδη ανεπτυγμένα εργατικά κινήματα της πόλης. Ήδη από το
1908 είχε ιδρυθεί με αρχηγό τον Αβραάμ Μπεναρόγια η σοσιαλιστική οργάνωση
Φεντερασιόν, που πρωτοστάτησε στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος και
μετέπειτα στη δημιουργία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ. Στην αρχή της δεκαετίας του 1930 και
μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, στη Θεσσαλονίκη ήταν
συνεχείς οι διαδηλώσεις και απεργίες ομάδων εργατών όπως των καπνεργατών, των
τροχιοδρομικών κ.ά. Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάιο
του 1936, με τη μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών, που πνίγηκε στο
αίμα από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς ανάμεσα
στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης (9 Μαΐου 1936) ενώ οι
τραυματίες ήταν άνω των 280. Η φωτογραφία που απαθανάτισε τη μητέρα του Τάσου
Τούση να τον θρηνεί μόνη στο μέσον του δρόμου, στη διασταύρωση των οδών
Βενιζέλου και Εγνατία, δημοσιεύθηκε στον Τύπο και αποτέλεσε την έμπνευση του
Γιάννη Ρίτσου για τη συγγραφή της συλλογής του Ο Επιτάφιος
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και αρκετές εθνικιστικές/αντισιωνιστικές οργανώσεις ως αντίδραση στην πολυπληθή παρουσία των Εβραίων εργατών, με διάφορα προβλήματα, με κυριότερο τον εμπρησμό του Κάμπελ, μιας εβραϊκής φτωχογειτονιάς της Καλαμαριάς, στις 29 Ιουνίου 1931.
Κατοχή και Εθνική
Αντίσταση
Στη διάρκεια του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου, στις 9 Απριλίου 1941 η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τις
Ναζιστικές δυνάμεις. Οι Εβραίοι περιορίστηκαν στην κοινότητα Χιρς, οι
περιουσίες τους δημεύτηκαν και μοιράστηκαν μεταξύ Γερμανών αξιωματικών και
Ελλήνων συνεργατών τους. Τελικά, ολόκληρος ο Εβραϊκός πληθυσμός της πόλης
οδηγήθηκε στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου και
του Μπέργκεν-Μπέλζεν. Περίπου 46.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν
εκείνη την περίοδο. Στις 15 Μαΐου 1941, ένα μήνα μετά την κατάληψη της χώρας
από τους κατακτητές, ιδρύεται στη μικρασιατική προσφυγική συνοικία της
Επταλόφου η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, η "Ελευθερία",
με την ομώνυμη εφημερίδα της και το πρώτο παράνομο τυπογραφείο της πόλης στην
ίδια συνοικία.[128] Εκτελέσεις Ελλήνων επί κατοχής λάμβαναν χώρα συστηματικά
στις θέσεις Ντουντουλάρ (Διαβατά), στο αεροδρόμιο Σέδες και κυρίως στο
Στρατόπεδο «Παύλος Μελάς», στο Επταπύργιο και στο Κόκκινο Σπίτι στο νταμάρι.
Στις 11 Μαΐου 1944
εκτελούνται από τους Ναζί οκτώ αντιστασιακοί νέοι 20-30 ετών, στην περιοχή
Καΐστρι μεταξύ Επταλόφου και Ξηροκρήνης. Οι εκτελεσθέντες Έλληνες αντιστασιακοί
της Ξηροκρήνης ήταν ο Γιώργος Ζαφειριού (Φρίγκου) 26 ετών, ο Κώστας Ζαφειριού
(Φρίγκου) 24 ετών, ο Ζαφείρης Ζαφειριού (Φρίγκου) 20 ετών, ο Μιχάλης Λεωντσίνης
26 ετών, ο Χρήστος Λεωντσίνης 20 ετών, ο Κώστας Ξεπαπαδάκης 20 ετών, ο
Αναστάσιος Απταλίδης 30 ετών και ο Ανδρέας Χοροζάκης 20 ετών. Η απελευθέρωση
της πόλης επήλθε στις 30 Οκτωβρίου του 1944.
Δεύτερο μισό 20ού αιώνα
έως σήμερα.
Το 1954 ο υπουργός Δημοσίων Έργων Κ. Καραμανλής ξήλωσε τις γραμμές του Τραμ Θεσσαλονίκης και κατάργησε τη γραμμή τραμ Ντεπώ-Τσιμισκή. Το τραμ λειτουργούσε από το 1893 ως ιππήλατο και από το 1908 ηλεκτροκίνητο. Το 1957 ο Κ. Καραμανλής, ως Πρωθυπουργός πλέον, κατάργησε και το υπόλοιπο δίκτυο τραμ και στη θέση του ίδρυσε τον μονοπωλιακό ιδιωτικό Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης.
Από το 1959 αρχίζει η
επιχωμάτωση της νότιας ακτογραμμής και η καταστροφή των μικρών φυσικών
κολπίσκων της περιοχής με ενέργειες του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η
επιχωμάτωση έγινε από τον Λευκό Πύργο μέχρι το ύψος τους οδού 25ης Μαρτίου.
Στις 27 Μαΐου 1963 ο
Γρηγόρης Λαμπράκης, ιατρός, αθλητής και πολιτικός δολοφονήθηκε από
παρακρατικούς προκαλώντας διεθνή κατακραυγή για τις αυταρχικές πρακτικές της
κυβέρνησης Καραμανλή που εξέθρεψαν τον ανεξέλεγκτο παρακρατικό μηχανισμό στην
Ελλάδα με αποκορύφωμα τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη.[137] Η υπόθεση Λαμπράκη
αναζωογόνησε τον Ανένδοτο Αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου και έπαιξε τον πιο
σημαντικό ίσως ρόλο στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή τον ίδιο χρόνο.
Στις 20 Ιουνίου 1978, ένας
μεγάλος σεισμός επέφερε συνολικά 49 θανάτους και υλικές ζημιές ύψους 1,2 δισ.
ευρώ, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν σύντομα. 220 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Ο εν
λόγω σεισμός υπήρξε ο πρώτος που έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για
την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης - Cedefop, ένας από τους
αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εγκαταστάθηκε το 1995 στη
Θεσσαλονίκη με αποστολή την ανάπτυξη και υλοποίηση ευρωπαϊκών πολιτικών για την
επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση.
Το έτος 1997 η Θεσσαλονίκη
αποτέλεσε την Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και το 2014 την Ευρωπαϊκή
Πρωτεύουσα Νεολαίας.
Κατά την περίοδο 26 - 28
Οκτωβρίου του 2012 η πόλη γιόρτασε την επέτειο των 100 χρόνων από την
απελευθέρωσή της. Το 2017 κατά τους εορτασμούς έλαβε χώρα η έλευση του
ιστορικού Θωρηκτού Αβέρωφ στο λιμάνι της πόλης. Το 2023 αναμένεται να
ολοκληρωθεί το Μετρό Θεσσαλονίκης.
============================================
Ο Δήμος Αμπελοκήπων –
Μενεμένης θα φιλοξενήσει το 4ο Διεθνές Φεστιβάλ το οποίο θα
πραγματοποιηθεί και υπό την αιγίδα του.
Ο Δήμος Αμπελοκήπων -
Μενεμένης είναι δήμος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ο οποίος συστάθηκε
το 2011 από τη συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Αμπελοκήπων και Μενεμένης.
Καταλαμβάνει το βορειοδυτικό άκρο του Πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης
και ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 52.127 κατοίκους. Έδρα του είναι οι
Αμπελόκηποι και δήμαρχος ο Λάζαρος Κυρίζογλου.
Συνοικίες
Δημοτική ενότητα
Αμπελοκήπων
Επτάλοφος
Ακριτών
Καΐστρι (Καΐστριο Πεδίο)
Σκεπάρνη
Φιλίππου
Δημοτική ενότητα Μενεμένης
Νέα Μενεμένη
Βόσπορος
Άγιος Νεκτάριος
(Δενδροπόταμος)
Πολιτιστικές υποδομές
Πολιτιστικό Κέντρο
Αμπελοκήπων Καραπάντσειο
Το κτίριο του κέντρου
στεγάζει μια πλήρως εξοπλισμένη αίθουσα θεάτρου 300 θέσεων, αίθουσα
βιβλιοθήκης, αίθουσες χορού και γυμναστικής καθώς και διώροφο υπόγειο χώρο
στάθμευσης.
Αριστοτέλειος Δημοτική
Βιβλιοθήκη Αμπελοκήπων (Φιλιππουπόλεως & Μ. Αλεξάνδρου, πλατεία Επταλόφου)
Α΄ Παιδική Βιβλιοθήκη
Αμπελοκήπων (Φιλιππουπόλεως & Μ. Αλεξάνδρου, πλατεία Επταλόφου)
Β΄ Παιδική Βιβλιοθήκη
Αμπελοκήπων (Λόρδου Βύρωνος και Κέννεντυ)
Κινηματοθέατρο «Άστρον»
Αμπελοκήπων
Δημοτικό Ωδείο Αμπελοκήπων
Κινηματοθέατρο «Αλέξης
Μινωτής» Αμπελοκήπων
Κέντρο Δημιουργικής
Απασχόλησης Παιδιών (ΚΔΑΠ) Αμπελοκήπων
Πολιτιστικό Κέντρο
Μενεμένης (Ν. Βότση 15)
Νέο Πολιτιστικό Κέντρο,
Θέατρο και υπαίθριος Κινηματογράφος Μενεμένης, έργο των βραβευμένων
αρχιτεκτόνων Πρόδρομου Νικηφορίδη και Bernard Cuomo (οδός Έλλης Αλεξίου και
Δελφών, υπό αποπεράτωση)[1]
Μνημεία
Μνημεία Αμπελοκήπων
Μνημείο Μικρασιατών (πάρκο
Αγίου Παντελεήμονος).
Μνημείο Μαρτύρων Προσκόπων
Μικράς Ασίας - Αϊδινίου και Σωκίων (πλατεία Μακεδονομάχων).
Μνημείο Εθνικής Αντίστασης
(διασταύρωση οδών Ελευθερίας και Φιλιππουπόλεως).
Μνημείο οκτώ εκτελεσθέντων
Αντιστασιακών νέων 11ης Μαΐου - Καΐστριο Πεδίο (Λεωφόρος Καλλιθέας και 28ης
Οκτωβρίου).
Άγαλμα αγωνιζόμενης Μάνας
του Λαού (πλατεία Επταλόφου).
Μνημείο αγωνιστή Στέφανου
Βελδεμίρη (αναμνηστική πλάκα στη συμβολή των οδών Φιλιππουπόλεως και Πέραν, στο
σημείο ακριβώς όπου στις 26 Οκτωβρίου 1961, παραμονές των εκλογών, δολοφονήθηκε
ο νεολαίος αγωνιστής της δημοκρατίας).[2]
Μνημείο Αντιστασιακής
Οργάνωσης και Εφημερίδας «Ελευθερία» (επί της οδού Ελευθερίας στον τόπο όπου
λειτουργούσε κατά τη Ναζιστική Κατοχή το πρώτο παράνομο τυπογραφείο της
Θεσσαλονίκης).
Συμμαχικό Κοιμητήριο
Ζέιτενλικ και μνημεία πεσόντων και Μουσείο του γαλλικού τομέα. Αποτελούν τα
συμμαχικά κοιμητήρια των συμμαχικών δυνάμεων της Ελλάδας κατά τον Α ́ Παγκόσμιο
Πόλεμο.
Μνημείο Σωκράτη Διορινού.
Στις 13 Νοεμβρίου 1941 εκτελούνται από τους Ναζί, ο αμπελοκηπιώτης
αντιστασιακός Σωκράτης Διορινός μαζί με τον συναγωνιστή του Ηλία Καπέση,
φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αποτέλεσαν έτσι τους
πρώτους εκτελεσμένους φοιτητές στη διάρκεια της Κατοχής.[3]
Μνημείο του τελευταίου
Βυζαντινού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου (πλατεία Δημοκρατίας
Αμπελοκήπων, στη συμβολή των οδών Ν. Πλαστήρα, Θωμά Καλλιβούλου, Αλεξ. Σβώλου,
Μεγ. Αλεξάνδρου).
Μνημεία Μενεμένης
Μνημείο Αγίου Χρυσοστόμου
Σμύρνης και Μικρασιατικής Καταστροφής (πλατεία πλατεία Τσομπάνογλου,
παραπλεύρως Ναού Αγίας Παρασκεύης).
Μνημείο Πεσόντων (πλατεία
Αγίου Νεκταρίου).
Συμμαχικό Κοιμητήριο
Χαρμάνκιοϊ. Το Συμμαχικό Ινδικό νεκροταφείο χρησιμοποιήθηκε για την ταφή και
την αποτέφρωση Ινδών που στρατολογήθηκαν από τους Βρετανούς για να ενισχύσουν
τον συμμαχικό στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη βόρεια πλευρά του νεκροταφείου
βρίσκεται ένα οκτάγωνο μνημείο 220 Ινδουιστών, που αποτεφρώθηκαν, ενώ στη νότια
πλευρά βρίσκονται 105 τάφοι με όρθιες πέτρινες πλάκες.
Αθλητισμός
Δημοτικό Στάδιο
Αμπελοκήπων (γήπεδο ποδοσφαίρου, στίβος 8 διαδρομών)
τέσσερα γήπεδα ποδοσφαίρου
(με πλαστικό χλοοτάπητα 11Χ11)
δύο γήπεδα 5Χ5
ένα γήπεδο τένις
κλειστό προπονητήριο
στίβου «Αναστασία Κελεσίδου»
δέκα κλειστά γυμναστήρια
ένα διαδημοτικό κλειστό
γυμναστήριο
δέκα γήπεδα μπάσκετ
ελεύθερης άθλησης
δύο γήπεδα βόλεϊ ελεύθερης
άθλησης
ένα γήπεδο τένις ελεύθερης
άθλησης
======================================
Καραπάντσειο Πολιτιστικό
Κέντρο